Από όλους τους θρυλικούς σταρ του Χόλιγουντ, τον γοητευτικό Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον τραγικό Τζέιμς Ντιν, τον σκληραγωγημένο Στιβ ΜακΚουίν και τον ατίθασο Μάρλον Μπράντο, κανείς δεν ενσάρκωσε την ιδεατή τελειότητα περισσότερο από τον Πολ Νιούμαν. Καθηλωτικά όμορφος αλλά και αρρενωπός, ερμήνευσε ρόλους «σκληρών ανδρών» και ευάλωτων ηρώων με το ίδιο βάθος και χάρισμα, χαρίζοντας στο κοινό μερικές από τις λαμπρότερες στιγμές της μεγάλης οθόνης. Πέρα από την κινηματογραφική του παρουσία, ο 50ετής βαθιά ευτυχισμένος γάμος του με την Τζοάν Γούντγουορντ και το τεράστιο φιλανθρωπικό του έργο συμπληρώνουν την εικόνα ενός ανθρώπου πραγματικά… τέλειου και πλήρη από κάθε άποψη.
Όταν λοιπόν έγινε γνωστό ότι βρέθηκαν και πρόκειται να εκδοθούν τα απομνημονεύματά του Πολ Νιούμαν, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «χαμένα», και ότι αυτή η «μετά θάνατον αυτοβιογραφία» θα περιείχε «αποκαλύψεις και εκπλήξεις» για τη ζωή του ηθοποιού, κάποιοι φαν – όπως είναι φυσικό – ανησύχησαν. Σε μια εποχή που πολλές μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος «αποδομούνται» εξαιτίας κρυφών πτυχών της ζωής τους που έρχονται στο φως, είναι ίσως συνετό να προετοιμάζεται κανείς για το χειρότερο…
Σύμφωνα με την Guardian ωστόσο, τα απομνημονεύματα του σταρ με τίτλο «Paul Newman: The Extraordinary Life of an Ordinary Man» μπορούν μονάχα να μεγαλώσουν τον θαυμασμό που αισθάνεται κάποιος για τον Πολ Νιούμαν, τόσο ως ηθοποιό όσο και ως άνθρωπο. Κι αυτό όχι επειδή αναπαραγάγουν τις βαθιά γενναιόδωρες πράξεις του – αυτές αναφέρονται ελάχιστα στις σελίδες του βιβλίου – αλλά επειδή αυτός ο πολύ κλειστός άνθρωπος αποκαλύπτει τη σύνθετη προσωπικότητά του σε όλο της το μεγαλείο: την προσωπικότητα ενός άνδρα που αμφισβητεί συνεχώς τον εαυτό του, βασανίζεται από ενοχές για το παρελθόν, αγαπά με πάθος τη γυναίκα του και προσπαθεί να μάθει από τα λάθη του.
Τα λάθη με τα παιδιά του που τον στοίχειωναν μέχρι το τέλος
Η βρετανική εφημερίδα δημοσιεύει ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο που αφορούν στην ιδιαίτερα παθιασμένη σχέση του ηθοποιού με τη γυναίκα του αλλά και τη σχέση του με τα παιδιά του, η οποία δεν ήταν πάντα ιδανική. Τα λάθη που είχε κάνει ο Πολ Νιούμαν ως γονιός τον «στοίχειωναν», παρόλο που τα ίδια του τα παιδιά δεν είχαν αντιληφθεί την έκταση αυτών των συναισθημάτων. Η Κλία Νιούμαν Σόντερλουντ, η μικρότερη από τις τρεις κόρες του Νιούμαν και της Γούντγουορντ εξηγεί στην Guardian ότι μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που επιφύλλασσαν τα χειρόγραφα στην ίδια και τις αδελφές της, ήταν «πόσο σκληρός ήταν με τον εαυτό του». «Είναι δύσκολο για οποιοδήποτε παιδί να διαβάζει κάτι τέτοιο για τον γονιό του και δεν ήταν αυτός ο τρόπος που τον έβλεπα», λέει η γυναίκα, που έχει κληρονομήσει τα φωτεινά γαλάζια μάτια του πατέρα της.
Ο Νιούμαν παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Τζάκι Γουίτε, το 1949, όμως το 1953 γνώρισε την Γούντγουορντ, τη γυναίκα που αγάπησε όσο καμία άλλη στη ζωή του. Υπάρχει στο βιβλίο ένα απόσπασμα όπου ο ηθοποιός περιγράφει με αυτογνωσία πόσο άσχημα χειρίστηκε το ζήτημα των τριών παιδιών του (Σκοτ, Σούζαν και Στέφανι) από τον πρώτο του γάμο, όταν άφησε τη μητέρα τους για να παντρευτεί την Γούντγουορντ. «Η συμπεριφορά μου δεν είχε επίπεδο. Δεν τα πήρα παράμερα για τα παρηγορήσω, εξηγώντας τους πώς έχει η κατάσταση. Όχι επειδή δεν ήθελα να το κάνω, αλλά επειδή τότε δεν το καταλάβαινα».
Για τα παιδιά του, ο Νιούμαν «ήταν σαν τον Σούπερμαν». Υπήρχε όμως ένα άγνωστο κομμάτι του εαυτού του που παρέμεινε ως το τέλος ανεξερεύνητο, πτυχές της προσωπικότητάς του που τον έκαναν να αισθάνεται άβολα. Στις σελίδες του βιβλίου περιγράφει τα προβλήματά του με το αλκοόλ και τις επώδυνες εμπειρίες που είχε με τον αντισημιτισμό, επειδή ο πατέρας του ήταν Εβραίος. Όταν η καριέρα του απογειώθηκε, πολλοί του είχαν προτείνει να αλλάξει το όνομά του για να ακούγεται λιγότερο «εβραϊκό», όπως είχε κάνει ο Κερκ Ντάγκλας και ο Τόνι Κέρτις. Όμως ο Νιούμαν αρνήθηκε: «Ήταν πιο ενδιαφέρουσα η πρόκληση να κρατήσω το αληθινό μου όνομα, να επιμένω να το “φορώ” σαν έμβλημα», γράφει χαρακτηριστικά.
Ο Νιούμαν έζησε γενικά μια καλή ζωή, όμως είχε ένα βαθύ τραύμα που τον συντρόφευε ως το τέλος. Το 1978, ο γιος του Σκοτ, επί χρόνια χρήστης ναρκωτικών, πέθανε από υπερβολική δόση σε ηλικία 28 ετών. «Θέλω να επωμιστώ πλήρως την ευθύνη για αυτό. Τι θα έπρεπε να είχε γίνει για να αποτραπεί; Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να δουλεύω στον κινηματογράφο ως διάσημος ηθοποιός. Δεν θα μπορούσα να πίνω. Δεν θα μπορούσα να παίρνω ρίσκα. Νομίζω ότι προς το παρόν έχω πει αρκετά για αυτό το ζήτημα», γράφει ο Νιούμαν.
Σύμφωνα με την κόρη του Νιούμαν, ο πατέρας της απέφευγε τις πολλές συζητήσεις για τον Σκοτ. «Δεν μιλούσε πολύ για αυτό το θέμα. Νομίζω ότι τον πονούσε πολύ μέχρι το τέλος της ζωής του». Γεγονός παραμένει πάντως ότι ο θάνατος του παιδιού του και οι τύψεις που ένιωθε έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφασή του να προσφέρει ότι μπορεί στη δημιουργία και την ενίσχυση κέντρων που καταπολεμούσαν τα ναρκωτικά και άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Το «μυστικό» του sex appeal του
Η λατρεία που έτρεφε ο Πολ Νιούμαν στη δεύτερη σύζυγό του είναι γνωστή σε όλους. Όταν γνωρίστηκαν το 1953 η χημεία μεταξύ τους ήταν εκρηκτική, και ο ηθοποιός έδειχνε να πιστεύει ότι ο ερωτισμός που έβγαζε στη μεγάλη οθόνη οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη Γούντγουορντ. «Η Τζοάν δημιούργησε ένα σεξουαλικό πλάσμα. Είμαι ένα ον που εφηύρε εκείνη», γράφει χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι, όπου κι αν πήγαιναν, άφηναν πίσω τους ίχνη «πόθου». Σε ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα αποσπάσματα του βιβλίου, ο Νιούμαν περιγράφει πώς μια μέρα – λίγο μετά τον γάμο τους – γύρισε σπίτι και αντίκρισε την Γούντγουορντ να στέκεται μέσα σε ένα φρεσκοβαμμένο δωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι. «Μου είπε ότι ονόμασε το δωμάτιο Fuck Hut» γράφει στο βιβλίο ο Νιούμαν.
Σύμφωνα με την Κλία Νιούμαν Σόντερλουντ, ούτε εκείνη ούτε οι αδερφές της ήξεραν φυσικά για το… πονηρό παρατσούκλι της κρεβατοκάμαρας των γονιών της: «Όταν το διάβασα σκέφτηκα, “μπράβο μαμά!”. Το παθος ανάμεσά τους ήταν πάντα εμφανές. Για να μπεις στην κρεβατοκάμαρά τους έπρεπε να περάσεις δύο πόρτες, μια συνηθισμένη ξύλινη και μια άλλη πολύ χοντρή. Και οι δυο κλείδωναν από μέσα. Ήταν μια πολύ ερωτική σχέση. Δεν ήταν παραμυθένια, αλλά ήταν πολύ πολύ ερωτευμένος με τη μαμά», λέει γελώντας η κόρη του ζευγαριού.
Λίγο πριν φύγει ο Πολ Νιούμαν από τη ζωή, την περίοδο που υποβαλλόνταν χημειοθεραπεία για καρκίνο του πνεύμονα, η Σόντερλουντ είχε βγει για φαγητό με τους γονείς της. Μετά προσφέρθηκε να τους συνοδεύσει στο αμάξι τους, καθώς έβρεχε. «Ο μπαμπάς μου μού κούνησε αρνητικά το χέρι, σαν να μου έλεγε “το ‘χω”. Τους είδα να προχωρούν μαζί μέχρι αμάξι, με το ένα χέρι του να αγκαλιάζει την πλάτη της μητέρας μου και το άλλο να κρατά την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της. Μετά της άνοιξε την πόρτα για να μπει. Ήταν πολύ άρρωστος εκείνη την εποχή και αυτή η εικόνα συνδύαζε την φρίκη των γηρατειών αλλά και την ομορφιά των γηρατειών, όταν έχει μια τέτοια σχέση».
Η Γούντγουορντ, 92 ετών σήμερα, ζει σήμερα στο Κονέκτικατ δίνοντας μάχη με το Αλτσχάιμερ. «Η απώλεια του μπαμπά την ισοπέδωσε. Ο κόσμος σταμάτησε να γυρνά για εκείνη. Θυμάμαι να πηγαίνω μαζί της σε μια εκδήλωση στη Νέα Υόρκη λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα μου, και ο κόσμος μαζευόταν γύρω της για να τη φροντίσει, όμως εκείνη αισθανόταν φόβο. Εγώ κι ο άντρας μου ήμασταν εκεί, αλλά δεν ήταν το ίδιο, επειδή εκείνος δεν ήταν εκεί».