«Οι κοινές κυρώσεις ακολουθούνται τώρα από χειμερινή βοήθεια από όλους τους εταίρους της G7. Και αυτή η βοήθεια σημαίνει επίσης ότι δεν δεχόμαστε ότι η ειρήνη και το διεθνές δίκαιο θα παραβιαστούν κατά τη διάρκεια του χειμώνα», δήλωσε η κυρία Μπέρμποκ κατά την έναρξη της συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της G7 που πραγματοποιείται υπό γερμανική προεδρία σήμερα και αύριο στο Μούνστερ της Βεστφαλίας. «Δεν θα δεχτούμε ότι ο ρώσος πρόεδρος θα πετύχει στη στρατηγική του να διαλύσει την Ουκρανία. Δεν θα δεχτούμε ότι ελπίζει ότι θα διαρραγεί η διεθνής συνοχή», πρόσθεσε η υπουργός.
Αναφερόμενη στις σχέσεις με την Κίνα, ενόψει και της αυριανής πολυσυζητημένης επίσκεψης του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Πεκίνο και επαναλαμβάνοντας την κριτική της, η κυρία Μπέρμποκ δήλωσε ότι η χώρα ενεργεί τώρα πιο επιθετικά σε στρατιωτικό επίπεδο και ζήτησε «να μην επαναληφθούν τα λάθη που έγιναν παλαιότερα στην πολιτική έναντι της Ρωσίας». Το Πεκίνο δεν είναι μόνο εταίρος σε διεθνή ζητήματα, αλλά και ανταγωνιστής και πολύ ισχυρότερος πλέον αντίπαλος σε ό,τι αφορά την κατανόηση της διεθνούς τάξης, πρόσθεσε η υπουργός.
Με το βλέμμα στην καταστολή των διαδηλώσεων στο Ιράν, η Αναλένα Μπέρμποκ επέκρινε την Τεχεράνη και δικαιολόγησε τη σχετική ταξιδιωτική οδηγία που εξέδωσε ο υπουργείο της για αποχώρηση των Γερμανών από τη χώρα. «Γινόμαστε μάρτυρες της βάρβαρης βίας που χρησιμοποιεί το ιρανικό καθεστώς εναντίον των ίδιων των πολιτών του. Πώς χτυπά τους νέους του, την κοινωνία του. Άνθρωποι πεθαίνουν», δήλωσε η κυρία Μπέρμποκ. Το θέμα του Ιράν αναμένεται να είναι κομβικής σημασίας στην αυριανή συνεδρίαση των υπουργών Εξωτερικών και ήδη η γαλλίδα υπουργός Κατρίν Κολονά προειδοποίησε ότι «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να συμφωνήσουμε νέες κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, αν χρειαστεί», τονίζοντας ότι η βίαιη καταστολή ειρηνικών διαδηλώσεων καταδικάζεται από όλους τους εταίρους της G7. Κάλεσε δε τις ιρανικές αρχές να αφήσουν ελεύθερους Γάλλους και άλλους Ευρωπαίους που κρατούνται, όπως είπε, παράνομα.
Στο περιθώριο της συνάντησης, η κυρία Μπέρμποκ και ο αμερικανός ομόλογός της Άντονι Μπλίνκεν διοργάνωσαν «Γερμανο-αμερικανικό Φόρουμ» για τη δημοκρατία και την ψηφιακή τεχνολογία, στο πλαίσιο του οποίου η γερμανίδα υπουργός περιέγραψε τη διατλαντική συνεργασία ως «ασφάλεια για την ειρήνη και τη δημοκρατία» και ανέδειξε την ανάγκη «να οικοδομήσουμε μια ακόμη πιο ισχυρή συνεργασία για τον 21ο αιώνα», καθώς, όπως είπε, μόνο από κοινού μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις τρέχουσες παγκόσμιες προκλήσεις. Αναφέρθηκε μάλιστα συγκεκριμένα στα προβλήματα ασφάλειας της ψηφιακής εποχής. «Όλοι γνωρίζουμε πλέον ότι ο ψηφιακός κόσμος συνοδεύεται από κινδύνους για την ασφάλειά μας και απειλεί την ελευθερία μας», τόνισε, ενώ ο κ. Μπλίνκεν από την πλευρά του συμφώνησε ότι «υπάρχουν θεμελιώδη ζητήματα ασφάλειας».
Όπως είπε, μεγάλωσε πιστεύοντας στην αρχή που υποστήριζε ο φιλόσοφος Τζον Στιούαρτ Μιλ, ότι «μια αγορά των ιδεών θα οδηγήσει στην επικράτηση της αλήθειας», αλλά δυστυχώς, παραδέχθηκε, «αποδείχθηκε ότι αυτό δεν ισχύει». «Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα που βιώνουμε, ακριβώς επειδή η τεχνολογία, όταν γίνεται κατάχρησή της, προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά των ιδεών», δήλωσε. Η γερμανίδα υπουργός έφερε μάλιστα το παράδειγμα της ρωσικής παραπληροφόρησης σχετικά με την παγκόσμια επισιτιστική κρίση μετά την εισβολή στην Ουκρανία, όταν η ρωσική προπαγάνδα διέδιδε ότι ευθύνονταν οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση σε βάρος της Ρωσίας. Όπως ανέφερε, η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει νέα νομοθεσία, η οποία θα αντιμετωπίζει την παραπληροφόρηση, την ψηφιακή απάτη και άλλες διαδικτυακές απειλές. «Χρειαζόμαστε περισσότερους κανόνες κι αυτό είναι κάτι νέο, περισσότερο βέβαια για τις ΗΠΑ, γιατί εμείς στη Γερμανία αγαπάμε τους κανόνες», δήλωσε αστειευόμενη.
Σε άλλη συνάντηση σήμερα, οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας της Γερμανίας και της Ιαπωνίας συμφώνησαν να ενισχύσουν την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών, στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού συμφώνου, το οποίο θα περιλαμβάνει ανταλλαγή προμηθειών και υλικοτεχνική υποστήριξη. Οι υπουργοί καταδίκασαν επίσης τις «μονομερείς προσπάθειες για βίαιη αλλαγή του status quo στην Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα».