H οίκος αξιολόγησης Moody’s προχώρησε στην αναβάθμιση έξι ελληνικών τραπεζών, κατά μία έως δύο βαθμίδες, καθώς και της βασικής πιστοληπτικής αξιολόγησης τριών εξ αυτών.
Οι προοπτικές για τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις καταθέσεων δύο τραπεζών μεταβλήθηκαν σε σταθερές από θετικές μετά τις αναβαθμίσεις τους, ενώ οι προοπτικές για τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις καταθέσεων των υπόλοιπων τεσσάρων τραπεζών παραμένουν θετικές.
O οίκος αξιολόγησης βασίστηκε στις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην ελληνική οικονομία, τις σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, τη βελτίωση των βασικών κερδών και στην περίπτωση της Παγκρήτιας Τράπεζας Α.Ε. την πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου. Αποτυπώνει επίσης την άποψη του οίκου αξιολόγησης για καλύτερα ποσοστά ανάκτησης σε μια ανάλυση σεναρίου εξυγίανσης τραπεζών.
Ο κύριος μοχλός αξιολόγησης είναι η βελτιωμένη οικονομική θέση της Ελλάδας, με καλύτερες συνθήκες λειτουργίας και πιστώσεων που παρέχουν ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον λειτουργίας για τις τράπεζες της χώρας. Οι διαρθρωτικές βελτιώσεις και οι μεταρρυθμίσεις έχουν βελτιώσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε κραδασμούς.
O ισχυρός τουριστικός τομέας, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις θα οδηγήσουν σε υγιή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 5,3% περίπου το 2022 με βάση τις προσδοκίες του οίκου αξιολόγησης, που θα είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ στο 2,2%. Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει καλά από το σοκ της πανδημίας, χωρίς μόνιμη ζημιά, καθώς ο αναζωογονημένος τουριστικός τομέας και τα μέτρα στήριξης των αρχών μετριάζουν τις επιπτώσεις του οικονομικού σοκ. Αν και η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,8% το 2023, καθώς οι υψηλές τιμές ενέργειας τροφοδοτούνται από ευρύτερες πιέσεις τιμών και αποδυναμώνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις επενδύσεις, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλότερο ρυθμό από άλλες χώρες της ΕΕ.
Οι πιστωτικές συνθήκες στη χώρα έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, με σημαντική πτώση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο 9,5% των συνολικών δανείων και απαιτήσεων τον Ιούνιο του 2022 από περίπου 40% τον Δεκέμβριο του 2019 και κορύφωση σχεδόν 50% το 2015 , σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό βελτίωσε επίσης την ικανότητα δανεισμού των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών.