Μεστή σε ανατροπές και διαψεύσεις αποδείχθηκε η κούρσα των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, καθώς για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία της χώρας η κάλπη για την ανάδειξη του νέου Κογκρέσου ξέφυγε από την παραδοσιακή ανία, απέκτησε διεθνείς διαστάσεις και επανακαθόρισε εν μέρει το εγχώριο πολιτικό τοπίο. Όχι μόνο γιατί το «κόκκινο κύμα», δηλαδή η συντριπτική επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στα έδρανα της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας «ξεβράστηκε» τελικά μόνο στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά πρωτίστως διότι η ετυμηγορία του αμερικανικού λαού έφερε τα οιωνεί φαβορί των Ρεπουμπλικάνων αντιμέτωπα με όλες τις δομικές τους αδυναμίες, μετατοπίζοντας την εσωστρέφεια από το κυβερνόν κόμμα, στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Μεγάλος ηττημένος στο τέλος μιας μακράς εκλογικής βραδιάς -ο απόηχος της οποίας φτάνει μέχρι τις αρχές Δεκέμβρη, οπότε αναμένεται να εγκριθεί και τυπικά η παραμονή της Γερουσίας στους Δημοκρατικούς- ο «Τραμπισμός», καθώς ο εμπνευστής του εισέπραξε σχεδόν καθολικά στην κάλπη την απόρριψη της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία εμφανίζεται πιο ώριμη απέναντι σε λαϊκιστές και τυχοδιώκτες, μετά την πανδημία του κορωνοϊού και την ενεργειακή κρίση, που δοκιμάζει καθημερινά τα αμερικανικά νοικοκυριά. Πρωτίστως, όμως, η επισφράγιση της παραμονής της Γερουσίας των ΗΠΑ στους Δημοκρατικούς μέσω… Νεβάδα, πρόσφερε ισχυρή ανάσα στο Λευκό Οίκο για την επόμενη διετία, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη συνέχεια των στρατηγικών του επιλογών, περιλαμβάνοντας, μεταξύ αυτών, αφενός την αναβάθμιση των ευρωατλαντικών σχέσεων και αφετέρου την σταθερότητα και την ασφάλεια στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η «μεγάλη ανακοίνωση»
Την ηχηρότερη ματαίωση των μαξιμαλιστικών προσδοκιών του βίωσε ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε επενδύσει στον «υγιεινό περίπατο» των υποψηφίων της επιλογής του, τους MAGA υποψήφιους Ρεπουμπλικάνους που συμμερίζονται το «όραμά» του για μια «Αμερική μεγάλη ξανά», προκειμένου να αποτελέσουν το βατήρα, από τον οποίο θα επιχειρούσε το μεγάλο άλμα προς τα πάνω, ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά του για τις Προεδρικές εκλογές του 2024, αύριο, Τρίτη, 15 Νοεμβρίου, στο «στρατηγείο» του, το θερινό θέρετρο Μαρ- α- Λάγκο. Παρότι το μετεκλογικό σκηνικό διαμορφώνεται συντριπτικά εις βάρος του, καθώς τα «άλογα του Τραμπ» κάθε άλλο παρά άλογα κούρσας αποδείχθηκαν, ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται να εμμένει στην απόφασή του να διεκδικήσει την επιστροφή του στο Λευκό Οίκο, παρά την μειωμένη λαϊκή απήχηση των «δορυφόρων» του και κυρίως τη δυναμική του φέρελπι κυβερνήτη των Ρεπουμπλικάνων στη Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, ο οποίος αναδείχθηκε ο απόλυτος νικητής των ενδιάμεσων εκλογών. Ο 43χρονος κυβερνήτης κατήγαγε εκλογικό θρίαμβο με ασφαλή διαφορά περίπου 20 μονάδων, εκνευρίζοντας τον πρώην ένοικο του Λευκού Οίκου, ο οποίος εκτόξευσε τα δηλητηριώδη βέλη του με το «καλημέρα», «υποσχόμενος» πλούσιο θέαμα το επόμενο διάστημα, σε έναν πρωτοφανή λεκτικό κατήφορο.
Φαντάζοντας ο Ρον ΝτεΣάντις ως «μέτριος πολιτικός» στα μάτια του Ντόναλντ Τραμπ, ο τελευταίος θυμήθηκε εξαίφνης ότι ο Κυβερνήτης της Φλόριντα είχε ζητήσει τη βοήθειά του το 2017, όντας τότε ο νεαρός πολιτικός σε «απελπιστική κατάσταση» κατά τον Τραμπ, ο οποίος εμφανίζεται εμφανώς ενοχλημένος, στην πραγματικότητα, από τη σκιά του 43χρονου πολιτικού στην επόμενη προεδρική εκλογή, καθώς έχει καταστεί ήδη πόλος έλξης στο εσωτερικό του κόμματός του.
Δίνοντας συνέχεια στα βιτριολικά του σχόλια, «δεν έπρεπε να πω ότι το 2020 είχα 1,1 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον Ρον Ντ. φέτος;» διερωτήθηκε ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, βλέποντας τον «Τραμπ με εγκέφαλο, αλλά χωρίς το τσίρκο», όπως περιέγραψαν τον Κυβερνήτη της Φλόριντα οι Financial Times, να καλπάζει προς το χρίσμα του κόμματος, με ορίζοντα τον Νοέμβριο του 2024.
Για αρκετούς αναλυτές, η διάσπαση στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων δεν αποτελεί μόνο «φαινόμενο κορυφής», αφού δεν απομονώνεται στην «μονομαχία» Τραμπ- ΝτεΣάντις, αλλά ακουμπά το τελευταίο διάστημα τόσο την κοινωνική βάση, όσο και τους δωρητές του κόμματος, που δυσκολεύονται να ομογενοποιήσουν τις ιδεολογικές τους αρχές ως συστατικά στο κοκτέϊλ συνωμοσιολογίας και ακροδεξιού εξτρεμισμού που σερβίρει ο «Τραμπισμός», παρότι ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ και οι ριζοσπάστες οπαδοί του έχουν πλέον νομιμοποιηθεί ως εκφραστές Ρεπουμπλικανικών αξιών, όπως επισημαίνει το περιοδικό New Yorker.