Τη συζήτηση για τη σχέση των πολιτικών με τον επιχειρηματικό κόσμο άνοιξε για τα καλά η υπόθεση της διαφθοράς από το Κατάρ, ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια.
Η σύλληψη της αντιπροέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Εύας Καϊλή, του ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι και άλλων στελεχών του ευρωπαϊκού οργάνου, αναδεικνύει τις «γκρίζες ζώνες» ανάμεσα στα πεδία της πολιτικής και των επιχειρήσεων, αλλά και το πώς οι πολιτικοί μετά το τέλος της θητείας τους εισέρχονται -αρκετά εύκολα- στο επιχειρηματικό πεδίο.
Στις Βρυξέλλες, δίπλα από τους χιλιάδες εργαζομένους στις υπηρεσίες της ΕΕ και στο ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο βρίσκουμε χιλιάδες λομπίστες.
Τον Δεκέμβριο του 2021 στο ειδικό μητρώο όπου εγγράφονται οι λομπίστες για λόγους διαφάνειας υπήρχαν 13.366 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση 8% μέσα σε 5 χρόνια. Κατά μέσο όρο, δηλαδή, σε κάθε ευρωβουλευτή αντιστοιχούν 19-20 λομπίστες.
Η Google ανέφερε ότι το 2019 δαπάνησε για υπηρεσίες λόμπινγκ στην ΕΕ περίπου 6 εκατ. ευρώ, ενώ μικρότερα ποσά, αλλά πάντως πάνω από 1 εκατ. ευρώ δαπάνησαν η Microsoft, το Facebook, η Bayer και η ExxonMobil.
Από την πλευρά της, η ΕΕ εφαρμόζει πλέον αυστηρότερους κανόνες προς τα λόμπι, όπως η δυνατότητα να διενεργούνται περιοδικά έρευνες και διοικητικοί έλεγχοι. Επιπλέον οι ευρωβουλευτές πρέπει να δημοσιεύουν στο Διαδίκτυο τον κατάλογο των συναντήσεων που πραγματοποιούν με τα ενδιαφερόμενα μέρη και να αναφέρουν τι υπάρχει στην ημερήσια διάταξη, ενώ πρέπει να δημοσιεύσουν τη λίστα με τα δώρα που λαμβάνουν.
Πάντως, αν κρίνουμε από την έκθεση του διεθνούς οργανισμού Transparency στις Βρυξέλλες το 2017, οι επιδόσεις του μηχανισμού «αυτοπροστασίας» της ΕΕ δεν είναι σπουδαίες.
Η έκθεση του οργανισμού καταγράφει σειρά από κρίσιμα ζητήματα όπως τις αυξανόμενες συγκρούσεις συμφερόντων, τα περάσματα από τον θεσμικό στον επιχειρηματικό ρόλο και τους αναποτελεσματικούς κανόνες.
Ενώ, για παράδειγμα, οι ευρωβουλευτές που δεν εκλέχτηκαν μπορούν αμέσως να μετακινηθούν στη λίστα συμφερόντων, για τα μέλη του προσωπικού και τους κοινοτικούς υπαλλήλους, το κενό μπορεί να διαρκέσει έως και 15 χρόνια.
Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το 50% των επιτρόπων που ήταν σε θητεία μέχρι το 2014 προσλαμβάνονταν από εταιρείες και ομάδες συμφερόντων, όπως συνέβη με τον Ζοζέ Μπαρόζο. Μεταξύ των πρώην ευρωβουλευτών, συνολικά 485 τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό ήταν στο 30%, μικρότερο μεν αλλά επίσης ανησυχητικό.