Ραγδαία αύξηση στα καταλύματα Airbnb στο κέντρο της Αθήνας με αποτέλεσμα τελικά να συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός διανυκτερεύσεων σε πολύ περιορισμένα σημεία της πόλης διαπιστώνει η τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων στην τελευταία έρευνα για τη λεγόμενη «Φέρουσα Ικανότητα της Αθήνας – Αττικής ως τουριστικού προορισμού».
Την έρευνα παρουσίασε χθές η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) στο πλαίσιο της 52ης ετήσιας γενικής της συνέλευσης και όπως επισημάνθηκε, πλέον, το 43% των κλινών στον κεντρικό τομέα της πρωτεύουσας αντιστοιχεί στη βραχυχρόνια μίσθωση τύπου “Airbnb” και τα ενοικιαζόμενα (με τη συντριπτική πλειονότητα, άνω του 90% να αφορά τη βραχυχρόνια μίσθωση, ενώ το υπόλοιπο 57% αφορά τα ξενοδοχειακά καταλύματα. Η ανάλυση των ευρημάτων δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει υπέρβαση των βέλτιστων ορίων τουριστικής ανάπτυξης στον κεντρικό τομέα της Αθήνας, ενώ οι αντίστοιχοι δείκτες για την Αττική και την επικράτεια κυμαίνονται σε φυσιολογικά επίπεδα.
Για τον κεντρικό τομέα της πρωτεύουσας, με βάση τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η ΕΞΑΑΑ, όσον αφορά τον αριθμό των κλινών, τα τελευταία χρόνια την περίοδο 2015- 2022, όπου εντοπίζεται και η επιδείνωση των δεικτών φέρουσας ικανότητας τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή της Αθήνας, τα προσφερόμενα δωμάτια και κλίνες βραχυχρόνιας μίσθωσης έχουν αυξηθεί κατά 374% και 377%, αντιστοίχως, ενώ τα ξενοδοχειακά δωμάτια και κλίνες έχουν αυξηθεί κατά μόλις 11% και 12% αντιστοίχως. Τον Σεπτέμβριο του 2022 λειτουργούσαν 12.165 καταλύματα τύπου Airbnb στην περιοχή της Αθήνας, ενώ τον Ιούλιο του 2015 λειτουργούσαν μόλις 2.116 τέτοιου τύπου καταλύματα. Συνεπώς, κατά την περίοδο Ιούλιος 2015- Σεπτέμβριος 2022, τα καταλύματα της οικονομίας διαμοιρασμού – Airbnb στην περιοχή της Αθήνας αυξήθηκαν κατά περίπου 475%.
Από την άλλη πλευρά, οι ξενοδοχειακές μονάδες που λειτουργούν στην Αθήνα κατά την περίοδο 2015-2021 έχουν αυξηθεί κατά περίπου 25%. «Από τα παραπάνω έπεται ότι η αύξηση των καταλυμάτων στην περιοχή της Αθήνας τα τελευταία χρόνια οφείλεται κατά συντριπτικό ποσοστό στην αύξηση των καταλυμάτων τύπου Airbnb, τα οποία πλέον προσφέρουν πάνω από το 40% των διαθέσιμων κλινών στην Αθήνα. Αυτά τα καταλύματα, τα οποία εκτείνονται κυρίως στις περιοχές Εμπορικό τρίγωνο, Κουκάκι – Μακρυγιάννη, Μουσείο – Εξάρχεια, Νεάπολη, Νέος Κόσμος, Αγίου Κωνσταντίνου, Ακρόπολη, Κολωνάκι, Θησείο, Κεραμεικός, Πετράλωνα, Κυψέλη, Σταδίου, Ζάπειο, Γκάζι (βλέπε Σχήμα 26), έχουν δημιουργήσει μία μεγέθυνση που ουσιαστικά συνεπάγεται μία αυξανόμενη προσέλκυση περισσοτέρων τουριστών και ενδεχομένως ελλοχεύει κινδύνους ως προς την ισορροπία αστικής ανάπτυξης του κέντρου της Αθήνας», αναφέρεται στην έρευνα.
«Ο Δείκτης Τουριστικής Πίεσης στον κεντρικό τομέα της Αθήνας «χτυπάει» κόκκινο λόγω ακριβώς της συγκέντρωσης ενός μεγάλου αριθμού διανυκτερεύσεων σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα», ανέφερε ο κ. Γιώργος Σώκλης, Επίκουρος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου που παρουσίασε την έρευνα. «Τα αίτια της επιδείνωσης των δεικτών Φέρουσας Ικανότητας Τουριστικής Ανάπτυξης στη περιοχή της Αθήνας εντοπίζονται στη μεγάλη αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες καταλύματος, η οποία καλύφθηκε σε συντριπτικό ποσοστό μέσω της ραγδαίας εξάπλωσης καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αντιθέτως, το ξενοδοχειακό δυναμικό της Αθήνας παρέμεινε στάσιμο και η αυξημένη ζήτηση καλύφθηκε μέσω αξιοποίησης του πλεονάζοντος δυναμικού. Εκτιμούμε ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για μία συζήτηση για ένα νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης με ποιοτικά χαρακτηριστικά το οποίο θα ανανεώσει το τουριστικό προϊόν της χώρας πριν αυτό παρακμάσει.»
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η αντιστροφή της κατάστασης ώστε να αποφευχθεί να μπεί η τουριστική ανάπτυξη της πόλης στο στάδιο του κορεσμού απαιτεί κάποιου είδους ανανέωση του τουριστικού προϊόντος.
Τι λέει η ΕΞΑΑΑ
Από πλευράς ΕΞΑΑΑ, κρίνεται ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο αλλά και αναγκαίο να διερευνηθεί σε βάθος το πώς ακριβώς το νέο περιβάλλον των τελευταίων ετών σε τουριστικά καταλύματα (παλαιά και νέα ξενοδοχεία- ενοικιαζόμενα δωμάτια – καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης αλλά και παραξενοδοχία) επιδρά και σε ποιό βαθμό, στο προφίλ του προορισμού, στη συνολική ζήτηση, στις τιμές των καταλυμάτων, στη βιωσιμότητα -κατ’ επέκταση- των επιχειρήσεων και φυσικά στη συνολική προσφερόμενη ποιότητα αλλά και στις προσδοκίες του τουριστικού κόσμου -και όχι μόνο- για τον προορισμό.