Για την τραγωδία που έζησαν όταν βρήκαν τις σορούς των δικών τους ανθρώπων απανθρακωμένες στο οικόπεδο Φράγκου μετά τη φωτιά στο Μάτι, καταθέτουν σήμερα στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά, συγγενείς θυμάτων. Με δάκρυα στα μάτια περιέγραψαν τα όσα βίωσαν εκείνες τις τραγικές ώρες, όπου αναζητούσαν τους συγγενείς του στο Λιμεναρχείο της Ραφήνας, όπου τα καΐκια αποβίβαζαν επιζήσαντες αλλά και νεκρούς της τραγωδίας.
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση του κ. Αριστομένη Γραικιώτη, η σύντροφος του οποίου βρέθηκε απανθρακωμένη στο κτήμα της οικογένειας Φράγκου, το οποίο έγινε ο τάφος 26 ανθρώπων. Ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε να βρει τη σύντροφο του, πέφτοντας στη θάλασσα, όπου ένα καΐκι τον περισυνέλεξε. Αυτό το καΐκι, όπως ανέφερε, που άνηκε σε ιδιώτη, περισυνέλλεξε και τη σορό της 13χρονης Εβίτας Φύτρου, η οποία έπεσε από τα βράχια στη θάλασσα για να σωθεί.
Η κ. Αγγελική Κωνσταντάκη με δάκρυα στα μάτια αναφέρθηκε στις στιγμές όπου ενώ προσπαθούσε να σώσει τη μητέρα της, η ίδια τυλίχτηκε στις φλόγες. Τότε ο άνδρας της βλέποντας ότι δεν μπόρεσε να σώσει τη πεθερά του έσπευσε να βοηθήσει εκείνη. «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Έχασα φίλους, κινδύνεψα εγώ και κόντεψα να χάσω τα παιδιά μου. Δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανένα μια συγγνώμη. Όλα έγιναν καλά μας είπαν. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα δεν ξέρω πόσους θα κλαίγαμε. Καήκαμε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουλέψουν από τις βλάβες και να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ούτε αυτό δεν αναγνωρίστηκε» είπε η μάρτυρας.
Ειδικότερα, στην κατάθεσή του ο κ. Γραικιώτης, ο οποίος έχασε τη σύντροφό του, Στέλλα, στις φλόγες περιέγραψε τα όσα βίωσε μέχρι να εντοπιστεί η σορός της γυναίκας απανθρακωμένη μαζί με άλλες μέσα στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου. Όπως είπε, γύρω στις 4:45, πήγαν με τη σύντροφό του με τη μηχανή τους προς το βουνό, όπου έβλεπαν καπνούς για να δουν τι συμβαίνει.
«Κοιτάγαμε προς τα πού πήγαινε η φωτιά, ήταν πίσω από το βουνό, δεν τη βλέπαμε. Ο καπνός πήγαινε προς τη Νέα Μάκρη. Είδαμε δυο πυροσβεστικά στην κορυφή του βουνού, χωρίς όμως να επιχειρούν. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε προς το Μάτι. Είδα ένα ελικόπτερο πέρασε το βουνό και εξαφανίστηκε. Δεν μπόρεσα να δω αν έκανε κάτι», είπε ο μάρτυρας λέγοντας πως την ώρα εκείνη δέχθηκε τηλεφώνημα από ένα φίλο του για να πάει μαζί με τη σύντροφό του προς τη Λεωφόρο Ποσειδώνος σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα:
«Πήγαμε και ο καπνός αυξάνονταν και έρχονταν προς τη θάλασσα. Φτάσαμε στο σπίτι και από την παραλία βλέπαμε απίστευτο καπνό με φλόγες. Επειδή ανησύχησα είπα στη Στέλλα να πάω προς την εκκλησία του Ματιού να δω που έχει φτάσει η φωτιά. Έφτασα στην εκκλησία, είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες παντού. Φοβήθηκα. Έφυγα».
Στη συνέχεια, ο κ. Γραικιώτης τηλεφώνησε – όπως είπε – στη σύντροφό του και της είπε να πάνε μαζί στο σπίτι τους στο Μάτι να πάρουν κάποια βασικά αντικείμενα και να φύγουν. «Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Είδαμε κόσμο αλαφιασμένο που πήγαινε προς τη θάλασσα. Δεν άκουσα τίποτα, καμία πυροσβεστική, καμία καμπάνα να χτυπά. Ο κόσμος έκανε ότι μπορούσε μόνος για να σωθεί. Η φωτιά είχε κατέβει. Για να φτάσουμε γρηγορότερα στο σπίτι έστριψα στην οδό Πάρου να κόψω δρόμο και να φτάσω πιο γρήγορα. Από τον καπνό δε βλέπαμε μπροστά μας. Φτάσαμε στο σπίτι εκεί δεν βλέπαμε ούτε στο 1,5 μέτρο. Ερχόταν λάβα. Φωτιά δεν βλέπαμε. Πήραμε δυο τρία πράγματα και χωριστήκαμε. Εγώ πήρα τη μηχανή και κατευθύνθηκα προς το Κόκκινο Λιμανάκι όπου είχαμε δώσει ραντεβού να βρεθούμε» είπε ο μάρτυρας για να συνεχίσει:
«Περίπου 1500 μέτρα ήταν η απόσταση προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Στο δρόμο είδα ένα φίλο τον Παναγιώτη, του είπα να φύγει. Τον έχασα, μετά έμαθα ότι ξεκληρίστηκε ολόκληρη η οικογένειά του. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα εκεί τη Στέλλα. Με το που έφτασα την πήρα τηλέφωνο. Λίγο πριν τις 7 μου απάντησε. Μου είπε ότι είχε αφήσει το αυτοκίνητο και ότι έχει φοβερή φωτιά και ότι τρέχει προς τη θάλασσα. Μετά από 2 λεπτά την πήρα ξανά αλλά δεν απάντησε. Το τηλέφωνο καλούσε. Συνέχισα να την καλώ αλλά δεν απάντησε».