Δικαίωση για το ξεκλήρισμα των οικογενειών τους που χάθηκαν αβοήθητες μέσα στις φλόγες αλλά και για τις ίδιους που από την ημέρα εκείνη της φονικής πυρκαγιάς έχουν, όπως είπαν, καταστεί οι ίδιοι «ζωντανοί νεκροί», ζήτησαν σήμερα καταθέτοντας στη δίκη για το Μάτι, επιζήσαντες της καταστροφής, οι οποίοι έχασαν γονείς, αδέλφια και συγγενείς στη πύρινη λαίλαπα.
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της κυρίας Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε την οικογένεια της στο Μάτι – τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της. Η μάρτυρας, που όπως είπε ζει από τύχη είπε με αξιοπρέπεια στο ακροατήριο:
«Δεν θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στο νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί-νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Κι εγώ με τη μητέρα μου κατά τύχη ζω. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μας έκαψε τα πάντα».
Η κυρία Αβραμίδου ξετύλιξε ενώπιον των δικαστών όλα όσα βίωσε εκείνη την ημέρα, όταν έχασε τους δικούς της ανθρώπους αλλά και τις προσπάθειες που κατέβαλε για να τους βρει πηγαίνοντας στο λιμάνι της Ραφήνας κρατώντας μπουρνούζια και πετσέτες για να τους φροντίσει. Δεν γνώριζε όμως ακόμη, ότι οι δικοί της άνθρωποι είχαν χαθεί για πάντα στις φλόγες και ότι για να τους αναγνωρίσει θα έπρεπε να δώσει δείγμα dna.
Η κατάθεση
Αρχίζοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας είπε: «Ήμασταν στο σπίτι στο Μάτι. Εγώ ήμουν με την κόρη μου. Θα έφευγα το απόγευμα έτσι και αλλιώς. Είχαμε ακούσει για φωτιά στην Κινέττα και κάποια στιγμή ακούσαμε και για Καλλιτεχνούπολη. Θα έφευγα γύρω στις 7. Η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5…Βγήκα στη Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Αθήνα. Στην είσοδο προς Νέο Βουτζά είδα δύο υδροφόρες. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Μαραθώνος ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας».
Φτάνοντας στο σπίτι της περίπου στις 18:15 η μάρτυρας κάλεσε την αδελφή της στο τηλέφωνο. «Ήταν σε πανικό έκλαιγε φοβόταν ότι θα καεί σπίτι μας. Μιλάω μετά με τη μάνα μου και στο τελευταίο τηλεφώνημά μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα. Μου είπε: “είναι μπροστά μου φλόγες”. Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Πήρα ξανά το τηλέφωνο αλλά ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους… Κάποια στιγμή μίλησα με κάποιον από την Πυροσβεστική. Του είπα “έχω τέσσερις ανθρώπους στη λεωφόρο Δημοκρατίας που δεν ξέρω που είναι τώρα”. Στο μεταξύ, οι κουμπάροι που ερχόταν σε εμάς, πήγαιναν στη Λούτσα και είχαν χαθεί με τους δικούς μου. Μετά ακούμε στην τηλεόραση ότι κάποιους τους πάνε στα νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε μήπως πάμε εκεί. Πήγα στο ΚΑΤ. Μπαίνοντας ξανά στο αυτοκίνητο ακούω ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Ζήτησα μήπως μπω σε μία βάρκα να τους βρω. Με πήρε ο γιος μου και μου είπε: “Μαμά σε βλέπω στην τηλεόραση μην κάνεις κάτι επικίνδυνο για σένα”. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας».
Εντωμεταξύ όπως κατέθεσε η μάρτυρας ο άλλος ανιψιός της βρίσκονταν στην Κρήτη και έζησε και εκείνος από τύχη. «Ήρθε με την πρώτη πρωινή πτήση. Φύγαμε να πάμε μέσα στο Μάτι, μήπως κάτι βρούμε. Αντίκρισα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πήγα προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα αλλά εκείνους πουθενά. Έμαθα για DNA. Πήγαμε στο Γουδί και δώσαμε δείγμα. Είχα ένα παιδί, τον Δημήτρη, σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; “Τίποτα θέλω να δω τι έχουν νιώσει” μου απάντησε. Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και οι τέσσερις και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό. Βρήκαμε μόνο δύο τάφους, βάλαμε αδελφή μου και γαμπρό μου μαζί και μητέρα με τον ανιψιό. Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε και χωρίς την οικογένεια και με ένα παιδί ορφανό» είπε η μάρτυρας.