Χωρίς να τρέφουν αυταπάτες ότι οι εκλογές τις οποίες, εκούσα άκουσα, θα διενεργήσει τους επόμενους μήνες η ερντογανική ηγεσία μπορούν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να σημάνουν κάτι ευοίωνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που τελούν υπό καθεστώς παρατεταμένης όξυνσης, οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου δεν παραγνωρίζουν ότι οι σημαντικότερες μείζονες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών έλαβαν χώρα σε περιόδους όπου η Ελλάδα βίωνε καταστάσεις πολιτικής αστάθειας.
Από τα Σεπτεμβριανά του 1955, όπως αποκλήθηκε το πογκρόμ που εξαπέλυσε ο καθοδηγούμενος από την επίσημη κυβέρνηση τουρκικός όχλος κατά της ελληνικής κοινότητας στην Πόλη, σε μια περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Παπάγος ψυχορραγούσε, έως τις μαζικές απελάσεις των Κωνσταντινουπολιτών το 1964, που ξεκίνησαν ενώ η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου δεν είχε καλά-καλά αναλάβει καθήκοντα, και από την εισβολή του 1974 στην Κύπρο, που συνέβη επί των ημερών της ανύπαρκτης και εξαφανισμένης χουντικής κυβέρνησης, έως την κρίση των Ιμίων που ξέσπασε προτού πάρει αποφασιστικά στα χέρια του το κυβερνητικό τιμόνι ο Κώστας Σημίτης, έχει δημιουργηθεί μια μακρά παράδοση που θέλει την Αγκυρα να εκμεταλλεύεται το έλλειμμα πολιτικής σταθερότητας στην Αθήνα.
Υπό αυτό το πρίσμα, συνεργάτες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο το καθεστώς Ερντογάν να επιχειρήσει για λόγους «εσωτερικής κατανάλωσης» την πρόκληση κρίσης στις σχέσεις των δύο χωρών -με τη μορφή ίσως και θερμού επεισοδίου- κατά τη διάρκεια των περίπου 40 έως 60 ημερών που η Ελλάδα θα έχει υπηρεσιακή κυβέρνηση. Ο λόγος γίνεται για το διάστημα το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση που θα διενεργηθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής και αναμένεται να αποβεί άκαρπη, αφού δεν θα δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση, και την επαναληπτική κάλπη που θα ακολουθήσει περίπου πέντε εβδομάδες αργότερα.
Με δεδομένη, μάλιστα, τη συζήτηση που έχει ανοίξει στην Αγκυρα για επιτάχυνση των τουρκικών εκλογών οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον προσεχή Ιούνιο και θεωρούνται πολύ κρίσιμες, καθώς αφορούν τόσο το αξίωμα του προέδρου που κατέχει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο και τη σύνθεση του Κοινοβουλίου, είναι πολύ πιθανό η σκληρή πολιτική αναμέτρηση ανάμεσα στο ερντογανικό AKP, που κυριαρχεί στο πολιτικό γίγνεσθαι για πάνω από είκοσι χρόνια, και τους πολυπληθείς αντιπάλους του να κορυφωθεί την περίοδο όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει παραδώσει τα ηνία της εξουσίας στην Αθήνα σε υπηρεσιακό σχήμα με επικεφαλής έναν από τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Διεθνείς αναλυτές με γνώση των εξελίξεων στην Τουρκία επισημαίνουν ότι ειδικά στην κούρσα για την προεδρία ο Ερντογάν, που συμπεριφέρεται όπως οι… σουλτάνοι, «φαίνεται έτοιμος να παίξει όλα τα χαρτιά του για να κερδίσει αυτές τις εκλογές». Σημειώνουν ότι, παρά τα περί του αντιθέτου ευρήματα των δημοσκοπήσεων, η επικράτησή του «δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη». Και αυτό διότι έχει αφενός επιδείξει «πολιτικές ικανότητες» και, αφετέρου, «μπορεί να στήσει την εκλογική μηχανή στα δικά του μέτρα».