Για «απόπειρα συγκάλυψης» κατ’ εξακολούθηση εγκαλεί η αξιωματική αντιπολίτευση το Μέγαρο Μαξίμου, παρά την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που κατέθεσε χθες ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, σε μια προσπάθεια να επικεντρώσει την πολιτική συζήτηση επί τριήμερο στην υπόθεση των νόμιμων επισυνδέσεων της ΕΥΠ.
Λίγες ώρες μετά την εκκίνηση της συζήτησης επί της πρότασης μομφής στη Βουλή, κοινοβουλευτικές πηγές προσκείμενες στην αξιωματική αντιπολίτευση παρατηρούσαν για την κυβερνητική πλειοψηφία πως «ορίζοντας τη συζήτηση της Τετάρτης και της Πέμπτης μέχρι τις 3 τα χαράματα και ολοκληρώνοντας την άρον άρον το μεσημέρι της Παρασκευής για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά, επιχειρούν να μην ενημερωθούν επαρκώς οι πολίτες για την εκτροπή που ενορχήστρωσε ο κ. Μητσοτάκης», εγείροντας δηλαδή αντιρρήσεις επί του ωραρίου. Κοντολογίς, η Κουμουνδούρου διαβλέπει μια «μεθόδευση» στο τεχνικό σκέλος της διαδικασίας από πλευράς του Μεγάρου Μαξίμου, μολονότι πηγές της σχολίαζαν πως «Μητσοτάκης και κυβέρνηση αναγκάζονται να έρθουν και για τρεις μέρες να υπερασπίζονται το παρακράτος και τα ρυπαρά δίκτυα Μητσοτάκη, ενώ προσπαθούσαν απλά να περάσουν τις αποκαλύψεις ως «κανονικότητα». Υπό αυτό το πρίσμα, «όσο και αν τις 3 μέρες αυτές θα προσπαθούν να πετάξουν τη μπάλα στην εξέδρα με αντιπερισπασμούς, τόσο θα επιβεβαιώνουν την ενοχή τους» παρατηρούσαν οι ίδιες πηγές, διακρίνοντας επιπλέον στο κυβερνητικό στρατόπεδο -λόγω της μετατροπής της ψήφου δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης- έναν φόβο για τυχόν διαρροές επί της ονομαστικής ψηφοφορίας.
Σε κάθε περίπτωση, για την Κουμουνδούρου το κυριότερο πολιτικό όφελος από την κατάθεση της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος «ο κ. Μητσοτάκης θα αναγκαστεί μετά από έξι μήνες ψεμάτων και υπεκφυγών να απαντήσει για το σκάνδαλο στο οποίο είναι πρωταγωνιστής με αποδείξεις πλέον», σύμφωνα με πηγές της. Πολύ περισσότερο, όταν για την αξιωματική αντιπολίτευση τα ερωτήματα που έθεσε χθες ο Πρόεδρος του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Βουλής, όπως για παράδειγμα «ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθούνται οι ταγοί της εθνικής μας ασφάλειας;» τέθηκαν, κατά πληροφορίες, από μέρους του «επί της ουσίας» και όχι χάρη εντυπωσιασμού, με τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να επανέρχεται συχνά σε αυτά κατά τη διάρκεια της τριήμερης συζήτησης, αναζητώντας τις βαθιές αιτίες των επισυνδέσεων. Οι τελευταίες, στην περίπτωση των ανώτατων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων σχετίζονται, όπως αναφέρουν από την Κουμουνδούρου, «με τη ροή του χρήματος», «δείχνοντας» δηλαδή με νόημα προς την κατεύθυνση των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Υπενθυμίζεται ότι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας κατονόμασε χθες από το βήμα της Βουλής τον Υπουργό Ενέργειας, Κωστή Χατζηδάκη, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, Κωνσταντίνο Φλώρο, τον πρώην αρχηγό του ΓΕΣ, Χαράλαμπο Λαλούση, τον πρώην σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, Αλέξανδρο Διακόπουλο, αλλά και τους πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης εξοπλισμών κ.κ. Λάγιο και Αλεξόπουλο αντίστοιχα, ως εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία η ΑΔΑΕ φέρεται να επιβεβαιώνει ότι είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.
Κάνοντας λόγο για «αδιάψευστες αποδείξεις» επί των παραπάνω, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ακολούθως πως «ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στην υπόθεση αυτής της εκτροπής είναι ένοχοι, αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μονάχα πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες», προσθέτοντας ακόμη πως «η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων έκαναν ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών και εκβιασμών -θα το πω πάρα πολύ απλά- είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, είναι επικίνδυνη για την ασφάλεια της χώρας, είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα».
Στο πλαίσιο αυτό, «εδώ υπάρχουν γεγονότα πολύ συγκεκριμένα και εξαιτίας αυτών σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα μπορούσε να σταθεί η κυβέρνηση ούτε για μία ώρα» μετέδιδαν χαρακτηριστικά χθες κύκλοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εστιάζοντας στην ύπαρξη απτών αποδείξεων από τα αρχεία των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, που δε χρήζουν διαψεύσεων. Η ύπαρξη, άλλωστε, «αδιάψευστων αποδείξεων» συνιστά το κατεξοχήν κριτήριο που ωθεί τις υπόλοιπες πτέρυγες της αντιπολίτευσης στην πολιτική απομόνωση του Πρωθυπουργού κατά τις εκτιμήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, δρομολογώντας τις προϋποθέσεις «ενός πολιτικού και κοινωνικού αντιμητσοτακικού μετώπου».
Πλην του Πρωθυπουργού, ωστόσο, «ένας προς ένας οι βουλευτές και υπουργοί της ΝΔ θα αναλάβουν το βάρος της ευθύνης τους και της όποιας αξιοπρέπειάς τους. Θα υπερψηφίσουν την κατάλυση του Συντάγματος, θα επικροτήσουν τις μαφιόζικες πρακτικές Μητσοτάκη, θα υπερψηφίσουν ακόμα και την ίδια την παρακολούθησή τους πολλοί εξ αυτών» υπογραμμίζεται από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διαχέοντας με αυτόν τον τρόπο εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου τις ευθύνες της συγκάλυψης. Για τον ίδιο λόγο, ο κ. Τσίπρας απευθύνθηκε ευθέως χθες στους βουλευτές της πλειοψηφίας από το βήμα της Βουλής, αν και στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν τρέφει κανείς «καμία αυταπάτη πως θα πέσει η κυβέρνηση, αλλά κακώς έχει αυταπάτη ο κ. Μητσοτάκης πως θα συσπειρώσει τη ΝΔ», όπως σημειώνουν.
Στον αντίποδα, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν αναμένει διαρροές μια ανάσα από τις εθνικές εκλογές από την κυβερνητική πλειοψηφία, αποδίδοντας, ωστόσο, τις πολιτικές ευθύνες συνολικά και ισότιμα στους 156 «γαλάζιους» βουλευτές, οι οποίοι, κατά την Κουμουνδούρου, θα «αναγκαστούν να πάρουν ξεκάθαρη θέση και με την ψήφο τους τελικά θα μοιράσουν την εύθυμη να μετατρέψουν ένα σκάνδαλο Μητσοτάκη σε σκάνδαλο συνολικά της παράταξης». Αντίθετα, για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ένα από τα επίδικα της διαδικασίας αποτελεί η περαιτέρω εμβάθυνση του «χάσματος» που χωρίζει τον Πρωθυπουργό από το ΠΑΣΟΚ και τον Πρόεδρό του, Νίκο Ανδρουλάκη, παρότι η Χαριλάου Τρικούπη θα καταψηφίσει την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.
Πάντως, στην μεγάλη εικόνα της χθεσινής, κοινοβουλευτικής ημέρας, για τους επιτελείς της Κουμουνδούρου μετά από έξι μήνες «θεσμικής αντιμετώπισης του σκανδάλου» η αξιωματική αντιπολίτευση κορύφωσε τη στάση της με το υπέρτατο θεσμικό όπλο, δηλαδή την κατάθεση πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης λίγους μήνες πριν τις εκλογές, επιδεικνύοντας μεθοδικότητα και αντανακλαστικά που μένει να αποτιμηθούν ως προς την απήχησή τους στις προσεχείς δημοσκοπήσεις.