Ως ένα «νέο και επιθετικό βήμα» της Δύσης περιγράφουν τα διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα την μαζική αποστολή υπερσύγχρονων δυτικών αρμάτων μάχης στην Ουκρανία, μετά τη θετική απάντηση στο αντίστοιχο ουκρανικό αίτημα, την οποία έδωσαν χθες οι δύο από τις πλέον «πλούσιες» σε τεθωρακισμένα χώρες στον κόσμο, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Γερμανία.
Η χιονοστιβάδα των διεθνών αντιδράσεων προς το πρόσωπο του Γερμανού Καγκελάριου, Όλαφ Σόλτς εξαιτίας της αρχικής άρνησής του να απελευθερώσει δεκάδες γερμανικά άρματα μάχης Leopard 2 προς το Κίεβο, ώστε να οργανώσουν την αντεπίθεση των Ουκρανών στο εξής, αλλά και οι εντάσεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο, είχαν ως αποτέλεσμα ο Γερμανός Καγκελάριος να ανάψει τελικά χθες το «πράσινο φως», εγκρίνοντας την αποστολή δύο ταγμάτων Leopard 2 στην Ουκρανία, ακόμη και αν αυτά χρειαστούν – στο καλό σενάριο- κάποιες βδομάδες, για να τεθούν προς χρήση. Στο πρώτο κύμα της αποστολής αρμάτων μάχης από τη Γερμανία συμπεριλαμβάνονται 14 στον αριθμό, με τον Γερμανό Καγκελάριο να δηλώνει χθες πως «έχουμε προχωρήσει βήμα βήμα και οδηγηθήκαμε σε αυτήν την απόφαση», δηλαδή να «προμηθεύσουμε την Ουκρανία με άρματα μάχης».
Την ίδια ώρα, στην απόφαση του Γερμανού Καγκελάριου καταλυτικά φαίνεται πως βάρυνε η χθεσινή ανακοίνωση από πλευράς του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ θα αποστείλουν 31 άρματα μάχης τύπου Abrams αξίας 400 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία, ακόμη και αν η άφιξή τους επί ουκρανικού εδάφους πραγματοποιηθεί μετά από αρκετούς μήνες κι ενώ η διαδικασία ανεφοδιασμού τους θεωρείται ως εξαιρετικά αμφίβολη με βάση τις συνθήκες πολέμου που επικρατούν στην Ουκρανία. Ωστόσο, ενθυμούμενος τα χθεσινά γενέθλια του Ουκρανού Προέδρου, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ο Αμερικανός Πρόεδρος τόνισε πως «η δέσμευση για βοήθεια στην Ουκρανία αποτελεί παγκόσμια δέσμευση», εγκωμιάζοντας παράλληλα τη Γερμανία για την τελική της απόφαση. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, «πρόκειται για άρματα μάχης με τις μεγαλύτερες δυνατότητες στον κόσμο», τη στιγμή που «οι ΗΠΑ θα παράσχουν στην Ουκρανία τεχνογνωσία και εκπαίδευση ώστε να διασφαλίσουν ότι τα άρματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν στη μάχη», πρόσθεσε.
Η κοινή στάση ΗΠΑ -Γερμανίας έκανε τους Συμμάχους στο βόρειο ημισφαίριο να αναθαρρήσουν, με το Γ.Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ να δηλώνει χθες, μέσω Twitter, πως «σε μια κρίσιμη στιγμή για τον πόλεμο που εξαπολύθηκε από τη Ρωσία, μπορούν να βοηθήσουν την Ουκρανία να αμυνθεί, να νικήσει και να τον κερδίσει ως ανεξάρτητο κράτος», με δεδομένο ότι τα άρματα μάχης δίνουν πολύ μεγάλη δύναμη πυρός στους Ουκρανούς, ώστε αφενός να ανακαταλάβουν εδάφη που απώλεσαν από τον περασμένο Φεβρουάριο και εξής και αφετέρου να πραγματοποιήσουν σειρά από επιθέσεις στις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού.
Κύμα… αρμάτων
Παράλληλα, η συντονισμένη στάση ΗΠΑ -Γερμανίας άνοιξε έναν νέο διάδρομο αποστολής αρμάτων μάχης στο Κίεβο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό που αναμένεται να διατεθούν προς την Ουκρανία, όταν μάλιστα οι στρατιωτικοί επιτελείς του Κιέβου ανεβάζουν στα 300 τα απολύτως απαραίτητα για την αναχαίτιση του αντιπάλου. Στην κατεύθυνση αυτή, διατεθειμένη να παραδώσει στην Ουκρανία 30 άρματα μάχης Τ-72, εφόσον λάβει άρματα δυτικής κατασκευής για να τα αντικαταστήσει, εμφανίστηκε χθες η κυβέρνηση της Σλοβακίας, ενώ την παράδοση αρμάτων μάχης Leopard 2 στο Κίεβο γνωστοποίησε χθες και ο υπουργός Άμυνας της χώρας, Μπιορν Άριλντ Γκραμ. Παράλληλα, ανοιχτή στην προμήθεια γερμανικής κατασκευής αρμάτων μάχης Leopard 2 στους αμυνόμενους είναι και η Ισπανία, για να ακολουθήσει η Ολλανδία ως έτοιμη να παραδώσει άρματα μάχης στο Κίεβο, ανεβάζοντας την ψυχολογία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών αναφορικά με την τελική έκβαση του πολέμου. Στον απόηχο της κοινής στάσης ΗΠΑ – Γερμανίας, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους για τη χθεσινή εξέλιξη, τη στιγμή που το Παρίσι προετοιμάζει την αποστολή πιο ελαφρών οχημάτων μάχης, δικής του κατασκευής το επόμενο διάστημα, στο μέτωπο.
«Σας ευχαριστώ @Bundeskanzler Olaf Scholz», έγραψε στο Twitter ο Ματέους Μοραβιέτσκι. «Η απόφαση να σταλούν τα Leopards στην Ουκρανία είναι ένα μεγάλο βήμα για να κάνουμε τη Ρωσία να σταματήσει», σχολίασε στα κοινωνικά δίκτυα ο Πολωνός Πρωθυπουργός, ο οποίος άσκησε από την πρώτη στιγμή έντονη κριτική και ασφυκτική πίεση στον Γερμανό Καγκελάριο, απειλώντας με τη συγκρότηση νέου άτυπου μπλοκ χωρών της ΕΕ, οι οποίες θα προχωρούσαν στην αποστολή αρμάτων προς το Κίεβο κατά μόνας, σε περίπτωση που το Βερολίνο δεν υπαναχωρούσε από την αρχική, αρνητική του στάση.
Οι αιτίες
Πέρα από τις αφόρητες, διπλωματικές πιέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν έντονα τις τελευταίες ημέρες από μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών και δυτικών χωρών προς τη Γερμανία, οι αμοιβαίες εγγυήσεις ασφάλειας μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου ξεκλείδωσαν την αποστολή των αρμάτων μάχης στην Ουκρανία, καθώς χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ στέλνουν για πρώτη φορά επιθετικά όπλα, στο πεδίο της μάχης από την αρχή του πολέμου. Και αυτό, γιατί αμφότερες ΗΠΑ και Γερμανία έκριναν πως η προμήθεια των Ουκρανών με τεθωρακισμένα είναι κάτι περισσότερο από επείγουσα μετά και την κατάληψη της πόλης Σολεντάρ από τους Ρώσους, οι οποίοι σημείωσαν την πρώτη στρατιωτική τους επιτυχία, μετά από καιρό, εμφανίζοντας σημάδια επαναφοράς. Επιπλέον, η κίνηση της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου υπερέβη την ψυχολογική «κόκκινη γραμμή» που είχε εξυφάνει τα τελευταία χρόνια η Μόσχα, απειλώντας με «διαρκή κλιμάκωση» τη Δύση, με τους Συμμάχους να δείχνουν να μην επηρεάζονται πλέον – στον ίδιο βαθμό σε σχέση με ένα χρόνο πριν- από τις διαρκείς απειλές του Κρεμλίνου για την χρήση πυρηνικών όπλων, παρά την προσπάθειά του να τις διατηρεί ζωντανές με κάθε ευκαιρία.
Τέλος, η σύμπραξη ΗΠΑ – Γερμανίας ως προς την προμήθεια της Ουκρανίας με άρματα μάχης ενισχύει το ρόλο και τη σφαίρα επιρροής του ΝΑΤΟ το επόμενο διάστημα, καθώς η συμφωνία των δύο χωρών τελεί υπό την ομπρέλα του, όταν ένας από τους κύριους λόγους συστηματικού εξοπλισμού της Ουκρανίας από ευρωπαϊκά κράτη αποτελεί η προληπτική τους στάση, αναγνωρίζοντας πως το Κίεβο μπορεί να είναι ο πρώτος, αλλά όχι ο τελευταίος σταθμός έκφρασης της ρωσικής επιθετικότητας, ιδίως στην περίπτωση που ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν καταγράψει τις πρώτες επιτυχίες του στρατού του, το 2023.