Λίγο αργότερα η παρέα του Κοεμτζή έφτασε στο νυχτερινό μαγαζί και ο μετρ τους κατηύθυνε σε ένα από τα τραπέζια. Τίποτε δεν προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Όταν το μουσικό πρόγραμμα ξεκίνησε οι δύο τραγουδιστές – Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης – ζήτησαν να μην γίνουν παραγγελιές. Ωστόσο ο Δημοσθένης δεν τους άκουσε και ζήτησε η ορχήστρα να παίξει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Καρουσάκης λέει στον Αθανασιάδη. «Τάκη, πες τις Βεργούλες, μην μας κάνουν αυτοί καμιά φασαρία, να γλιτώσουμε από δαύτους».
Όταν ο Νίκος Κοεμτζής αντιλήφθηκε τι συμβαίνει σε κατάσταση αμοκ σηκώνεται από το τραπέζι και αρχίζει να φωνάζει: «Παραγγελιά ρε!». Κατευθύνθηκε στην πίστα προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή του εαυτού του. Να σημειώσουμε ότι στον «άγραφο» νόμο της νύχτας κανείς δεν παραβίαζε τις παραγγελιές. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι λοιπόν κρατώντας στο χέρι έναν σουγιά που λίγο πριν είχε βγάλει από την τσέπη του άρχισε να χτυπάει όποιον βρισκόταν μπροστά του. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς και έναν φανοποιό που ήταν στην παρέα τους και να τραυματίσει άλλους επτά θαμώνες.
Η πίστα είχε γεμίσει από αίματα και γαρύφαλλα ενώ την ίδια στιγμή ακούγονταν βογγητά των τραυματιών με τον κόσμο να τρέχει πανικόβλητος να ξεφύγει. Το μακελειό κράτησε μόλις 1,5 λεπτό. Όταν έσπευσε να εξαφανιστεί ήξερε ότι η αστυνομία θα έκανε το παν για να τον συλλάβει. Έτσι απευθύνθηκε σε έναν φίλο του ζητώντας να τον βοηθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό.
Ωστόσο λίγα 24ωρα μετά η αστυνομία τον εντόπισε στη Δάφνη όπου και τον συνέλαβε. Το ίδιο επεισοδιακή ήταν και η σύλληψή του. Όταν ο Κοεμτζής αντίκρυσε τους αστυνομικούς τράβηξε μαχαίρι και τους φώναξε ότι εάν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει εκείνους. Ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι.
«Θόλωσα» είπε στους αστυνομικούς – Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε κτήνος
Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησε γιατί σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους επτά απάντησε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή και ότι νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο Κοεμτζής είχε ψυχολογικά προβλήματα. Ωστόσο η προσπάθειά του έπεσε στο κενό.
Και αυτό διότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να βρεθεί ενωπίον του αποσπάσματος. Όμως η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, μετέτρεψε τον Κοεμτζή σε ισοβίτη. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κέρκυρα κι έμεινε έγκλειστος για 23 χρόνια. Εν τέλει αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996. Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της δίκης καταδικάστηκε και ο αδερφός του Δημοσθένης σε τριετή φυλάκιση.