Διότι, κατ’ αρχήν, οι δυνάμεις που ασκούνται στο ανθρώπινο σώμα τη στιγμή μιας σύγκρουσης οχημάτων που κινούνται με τις ταχύτητες των συγκεκριμένων συρμών στα Τέμπη είναι τόσο μεγάλες ώστε αφήνουν ελάχιστα περιθώρια επιβίωσης. Ενδεικτικά, αν υποθέσουμε ότι ένα ΙΧ αυτοκίνητο -δηλαδή ένα κινούμενο μέσον με ένα κλάσμα από τη μάζα του τρένου- προσκρούσει σε ένα άλλο κινητό ή ακίνητο σώμα ενώ κινείται με ταχύτητα 160 χλμ/ώρα, ένας επιβάτης βάρους 70 κιλών υφίσταται στιγμιαία πίεση που ισοδυναμεί με 176,2 τόνους.
Στην περίπτωση που φορά ζώνη ασφαλείας -κάτι που δεν ισχύει στα τρένα- η βιαιότητα της σύγκρουσης περιορίζεται σημαντικά, στους 35,2 τόνους. Και πάλι, όμως, παραμένει θανάσιμα υψηλή. Αυτή είναι η θεωρία -και είναι, οπωσδήποτε, αρκετή για να αντιληφθεί κανείς ότι ένα λάθος στη δρομολόγηση ενός σιδηροδρομικού συρμού οδηγεί απευθείας σε μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Πέραν των νόμων της φυσικής, όμως, οι επιβάτες ενός τρένου που βρίσκεται στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, επί της ουσίας είναι ξεγραμμένοι και μόνον από την εύνοια της μοίρας τους μπορούν να βγουν ζωντανοί. Διότι τα τρένα, ως μέσα σταθερής τροχιάς, μόνο μετωπικά μπορούν να συγκρουστούν, γεγονός που πολλαπλασιάζει τις υλικές καταστροφές, την παραμόρφωση των κατασκευών και άρα τον εγκλωβισμό των επιβατών, όπως και την πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς, με εκρήξεις κ.ο.κ.
Γι’ αυτό δεν έπρεπε να συμβεί το ανθρώπινο λάθος στα Τέμπη. Και γι’ αυτό ακριβώς το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου κυκλοφορίας των συρμών έπρεπε να είναι εξοπλισμένο με όλες τις δικλείδες ασφαλείας, τη σηματοδότηση, τους αυτοματισμούς για την έγκαιρη προειδοποίηση οποιασδήποτε ανωμαλίας στο δίκτυο, με συναγερμό κ.λπ.
Το γιατί όλα αυτά, εν έτει 2023, δεν υπάρχουν στους ελληνικούς σιδηροδρόμους και μάλιστα στην κεντρική γραμμή που διασχίζει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, αποτελεί ζήτημα που θέτει επώδυνα ερωτηματικά για τα οποία απαιτούνται ξεκάθαρες απαντήσεις. Διότι, εν τέλει, η ανεπάρκεια της υποδομής αποδείχθηκε ο κρίσιμος παράγοντας, ο οποίος συνετέλεσε καθοριστικά στην πρόκληση της αδιανόητης τραγωδίας στον Ευαγγελισμό Λαρίσης την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023.
Η αναζήτηση της αλήθειας για το τι φταίει για τη σημερινή, πρωτόγονη -τουλάχιστον σε ένα μέρος του δικτύου- κατάσταση των ελληνικών σιδηροδρόμων, είναι από μόνη της μια σύνθετη πρόκληση. Η χώρα μας, μάλιστα, έχει παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επειδή δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη την αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου, βάσει των προδιαγραφών που επιβάλλει η υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, η παραπομπή αυτή είναι συγκεκριμένη και δεν αφορά συνολικά τη διαχείριση εκ μέρους της Hellenic Train, τη διάδοχο εταιρεία του ΟΣΕ. Αφορά στη σχέση ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τον ΟΣΕ, για την διάθεση της κρατικής επιδότησης. Επί των ημερών της νυν κυβέρνησης, η επιδότηση αυτή, από τον προϋπολογισμό για τους σιδηρόδρομους, αυξήθηκε κατά 30 εκατ. ευρώ ετησίως (από 45 εκατ. σε 75 εκατ. ευρώ). Παρόλ’ αυτά, το κενό στον εξοπλισμό ασφαλείας δεν καλύφθηκε.
Η αναβάθμιση των μέσων ελέγχου και ασφαλείας στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο έχει τη δική του ιστορία. Ήδη από το τέλος Σεπτεμβρίου του 2014, σε μια περίοδο κορύφωσης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, υπογράφηκε μια σύμβαση, η οποία προέβλεπε την ολοκλήρωση της ανάταξης και αναβάθμισης του συστήματος σηματοδότησης/τηλεδιοίκησης, για τον άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προμαχώνας. Η προβλεπόμενη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών είχε οριστεί στα 2 έτη.