Συγκλονιστικές είναι οι ανθρώπινες ιστορίες των επιζώντων του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Ένας εξ αυτών ο 20χρονος Δημήτρης Κωσταρέλος μιλώντας σε δημοσιογράφους για τις στιγμές που ακολούθησαν μετά τη σύγκρουση είπε πως «ήταν μια κόλαση επί γης, μύριζε θάνατο».
Όπως τονισε ο ίδιος, ήταν στο βαγόνι πίσω από το κυλικείο, το οποίο κάηκε ολοσχερώς. «Έσπασαν τα παράθυρα και κατάφερα να βγω, πηδήξαμε όλοι κάτω. Γενικότερα βοηθούσε ο ένας τον άλλον, ήταν και καλό και κακό που ήμασταν 20 άτομα μαζί», ανέφερε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με το thesstoday.gr.
«Είναι μια κατάσταση που δεν έχουμε ξαναζήσει, είμαστε σε κατάσταση σοκ, βρισκόμασταν στη μέση του πουθενά και κοιτούσαμε ανθρώπους που ήταν μέσα στα βαγόνια και φώναζαν βοήθεια», πρόσθεσε ακόμη ο 20χρονος.
«Έσβηναν κόσμο που είχε πιάσει φωτιά» περιγράφει μητέρα φοιτητή που επέζησε
«Ο Νικόλας μου και τα υπόλοιπα παιδιά δεν σκέφτηκαν τον εαυτό τους» λέει μιλώντας αποκλειστικά στην ΕΡΤ Ζακύνθου, η Τερέζα Κόκλα, μητέρα του Ζακυνθινού φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, Νικόλα Κόκλα, ο οποίος επέβαινε στην αμαξοστοιχία του θανάτου και έζησε από κοντά την τραγωδία.
«Έσπαγαν παράθυρα από τα βαγόνια, προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν κόσμο, ξαναβάζοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο, δεν σκέφτηκαν καθόλου τη ζωή τους. Έσβηναν κόσμο που είχε πιάσει φωτιά, άνοιξαν τις βαλίτσες τους, με τα ρούχα τους και έντυσαν κόσμο, γιατί είχαν καεί τα ρούχα τους», συνεχίζει μεταφέροντας τις συγκλονιστικές περιγραφές που της μετέφερε το παιδί της.
«Λίγα λεπτά πριν τη σύγκρουση, ο Νικόλας ήταν στο βαγόνι 2, όπου πήγε να πάρει φαγητό», λέει η Τ. Κόκλα. «Είμαστε από τους τυχερούς γονείς που το παιδί μας έφτασε στον προορισμό του. Θέλουμε να χαρούμε αλλά σκεφτόμαστε και τους άλλους γονείς που σηκώνουν τον Γολγοθά τους αυτή τη στιγμή, που απελπισμένα ψάχνουν μια είδηση για το παιδί τους, το οτιδήποτε», τονίζει.
«Αυτό που περάσαμε, σαν γονείς. ήταν τραγικό. Όπως και αυτό που συνεχίζουμε και περνάμε… Είμαστε από τους τυχερούς γονείς πραγματικά που το παιδί μας έφτασε στον προορισμό του, έστω και καθυστερημένα αλλά είμαστε από τους τυχερούς γονείς που το παιδί μας έφτασε στον προορισμό του. Θέλουμε να χαρούμε αλλά σκεφτόμαστε και τους άλλους γονείς, που σηκώνουν τον “Γολγοθά” τους αυτή τη στιγμή, που απελπισμένα ψάχνουν μια είδηση για το παιδί τους, το οτιδήποτε», περιγράφει ακόμη.
«Το τραίνο ήταν γεμάτο φοιτητές και πραγματικά πρέπει να είμαστε πολύ υπερήφανοι γι΄αυτή τη γενιά. Μετά τη σύγκρουση τα υπόλοιπα παιδιά δεν σκέφτηκαν ούτε τον εαυτό τους – ούτε αν επέζησαν από αυτή την τραγωδία – και έσπαγαν παράθυρα από τα βαγόνια, προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν κόσμο, ξαναβάζοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο, δεν σκέφτηκαν καθόλου τη ζωή τους. Έσβηναν κόσμο που είχε πιάσει φωτιά, άνοιξαν τις βαλίτσες τους, με τα ρούχα τους και έντυσαν κόσμο, γιατί είχαν καεί τα ρούχα τους», επισημαίνει η γυναίκα.
«Άργησε να έρθει η βοήθεια από την Αστυνομία. Μου είπε το παιδί μου «η Αστυνομία προσπαθούσε να μας απομακρύνει», αλλά όχι, εκεί αυτά, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον κόσμο. Η Αστυνομία έφτασε μισή ώρα μετά από τη σύγκρουση, κάτι τέτοιο. Ο Νικόλας μου έστειλε αμέσως ένα μήνυμα, δύο λεπτά μετά τη σύγκρουση «είμαι καλά. Όλα καλά». Δεν είχε γίνει ακόμα γνωστό για τη σύγκρουση. Για να μην ανησυχήσω μου λέει «απλά θα καθυστερήσω να φτάσω Θεσσαλονίκη, έχουμε καθυστέρηση». Μετά μου ξαναστέλνει ένα μήνυμα και μου λέει «μην ανησυχήσεις, απλά το τραίνο εκτροχιάστηκε από τα ράγες και θα καθυστερήσουμε». Του στέλνω μήνυμα και του λέω “μην περιμένεις στον δρόμο, μέσα στη νύχτα στη Λάρισα κλπ, πήγαινε πάρε ένα ταξί, βρες ένα ξενοδοχείο και συνεχίζεις το επόμενο πρωί για Θεσσαλονίκη”», αναφέρει η γυναίκα.
«Μετά με παίρνει τηλέφωνο, πανικόβλητο, με σειρήνες, «μαμά θα σου πω την αλήθεια, είχαμε σύγκρουση, να ξέρεις έχει σκοτωθεί πολύς κόσμος, εγώ είμαι καλά.» Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ο Γολγοθάς μας.
Πέντε λεπτά πριν, το παιδί είχε πάει στο βαγόνι 2 να πάρει φαγητό και έψαχνε μια θέση, ο Νικόλας να κάτσει στην καφετέρια και ήταν γεμάτη από φοιτητές, γιατί το βαγόνι 2 έχει πρίζες, φορτίζουν όλοι τα κινητά τους, οι φοιτητές ανοίγουν τα laptop τους κάνουν την εργασία τους και γι΄αυτό στο βαγόνι 2 ήταν όλοι φοιτητές.
Ο Νικόλας είχε εισιτήριο στο βαγόνι 7 και μου είπε ότι ήταν τυχερός γιατί η διπλανή του θέση ήταν κενή και είχε ξαπλώσει. «Και την ώρα που έγινε η σύγκρουση δεν πήγαινα μπρος – πίσω να χτυπήσω στο κάθισμα, αυχένα ή κεφάλι». Προστάτεψε, μου είπε, με τα χέρια του το κεφάλι του και πήγαινε σαν «βαρελάκι» μπρος πίσω στις θέσεις. (…) Προσπαθούσαν να βγάλουν κόσμο από τα βαγόνια. Έσπαγαν τα τζάμια, μέσα από καπνούς, μέσα από φωτιές, να απεγκλωβίσουν κόσμο.
Μετά ήρθε αμέσως βοήθεια. Ήρθε πυροσβεστική, ΕΚΑΒ. Πρώτα ήρθε η Αστυνομία και προσπαθούσε να βοηθήσει. Ήταν τραγικές ώρες. Είναι από τις στιγμές που παγώνει ο χρόνος. Λες ακούω το παιδί, είναι καλά, δεν έχει βγει ακόμα καμία ενημέρωση, εν τω μεταξύ ζούμε σε ένα νησί και δεν μπορούμε να πάρουμε το αυτοκίνητο όποια ώρα θέλουμε και να φύγουμε, να φτάσουμε κοντά στο παιδί μας, έστω και κάποιες ώρες αργότερα και απλά περιμένεις. Παγώνει ο χρόνος και περιμένεις.
Το καλό ήταν ότι ήταν από τα παιδιά που δεν έχασε το κινητό του, γιατί χάθηκαν κινητά, άλλοι γονείς ενώ ήταν καλά τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Ήμασταν από τους τυχερούς που δεν έφυγε το κινητό από το χέρι του και είχαμε επικοινωνία.
Τώρα προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ. Και οι εικόνες και αυτά που έζησαν τα παιδιά. (…) Όταν μπήκε στο λεωφορείο και μου στέλνει μήνυμα «μαμά ξεκινάμε για Θεσσαλονίκη. Να ξέρεις έχει σκοτωθεί πάρα πολύς κόσμος». Ήταν το τελευταίο μήνυμα του Νικόλα όταν έφυγε από το συμβάν. Ότι έχει σκοτωθεί πάρα πολύς κόσμος», υποστηρίζει η μητέρα του διασωθέντα
Ερ. «Όταν τελικά ήρθε σπίτι και ανοίγει την πόρτα;»
«Αφήστε το… Δεν το πιστεύουμε. Όταν μου λέει «δεν πιστεύω, που ήμουν, τι έγινε και που είμαι τώρα». Κανένα από αυτά τα παιδιά που έζησαν την τραγωδία δεν πιστεύει που ήταν, τι έγινε και που είναι τώρα. Όλοι μας πρέπει να είμαστε πολύ υπερήφανοι γι΄αυτή τη γενιά».