Τους έκανε εντύπωση ότι η «πελάτισσα» προθυμοποιήθηκε να δώσει στο… πιάτο των ανδρών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. τα χαρακτηριστικά του ληστή, αλλά και λεπτομέρειες για το δρομολόγιο διαφυγής του. Πληροφορίες που όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με όσα είχαν καταγράψει το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του κοσμηματοπωλείου και οι κάμερες από διπλανά καταστήματα και σπίτια της περιοχής.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τη δράση των μεταμοντέρνων «Μπόνι και Κλάιντ», του ζεύγους των ληστών που με το ιδιόκτητο MINI Cooper χτύπησαν τουλάχιστον μία τράπεζα και ένα κοσμηματοπωλείο, υποχρεώνοντας την Ασφάλεια Αττικής να στήσει ειδική ομάδα για το «ξεδόντιασμά» τους. Οσο περίεργος ήταν ο τρόπος δράσης τους, όμως, άλλο τόσο απρόσμενη ήταν και η δικαιολογία που πρόβαλαν στους διώκτες τους όταν έπεσαν στα δίχτυα τους. «Κάναμε τις ληστείες γιατί αντιμετωπίζουμε προβλήματα υγείας, τόσο εμείς όσο και οι δικοί μας. Χρειαζόμασταν λεφτά για φάρμακα και νοσοκομεία», είπε ο 45χρονος Διονύσης στους εμβρόντητους αστυνομικούς, με τη 48χρονη σύντροφό του να κρατάει πιο σκληρή και αδιάλλακτη στάση: «Δεν ξέρω τι μου λέτε. Δεν αποδέχομαι όλα όσα μου προσάπτετε. Ο,τι έχω να πω θα το πω στις δικαστικές αρχές».
Παλιός γνώριμος των Αρχών
Η ιστορία του ζευγαριού που μεταμορφώθηκε σε ληστές δείχνει πώς η απελπισία και οι δυσκολίες της ζωής μπορούν να μετατρέψουν δύο απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας σε σκληρούς κακοποιούς. Βέβαια, ο 45χρονος άνδρας, που μετά την απολογία του πήρε τον δρόμο για τις φυλακές, ήταν παλιός γνώριμος των Αρχών. Είχε και στα νεανικά του χρόνια μπλεξίματα με τον νόμο. Στο μακρινό 1996, όταν ήταν μόλις 18 χρόνων, είχε συλληφθεί από την Ασφάλεια για εμπλοκή σε μια υπόθεση με απόπειρα δολοφονίας. Τρία χρόνια αργότερα, δε, κι ενώ είχε αποφυλακιστεί, συνελήφθη και πάλι για κλοπή. Ωστόσο, από το 2000 και μετά δεν είχε απασχολήσει ξανά τις Αρχές.
Ο ίδιος, μιλώντας στους αξιωματικούς του Διαρρηκτών υποστήριξε πως σοβαρά προβλήματα υγείας ήταν αυτά που τον υποχρέωσαν να διαβεί και πάλι τον Ρουβίκωνα της παρανομίας και να βουτηχτεί στη σκληρή εγκληματικότητα. Από τις αρχές Φεβρουαρίου, μαζί με τη σύντροφό του Μαρία, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Προμηθεύτηκε ένα πιστόλι-ρέπλικα, κρότου – λάμψης με αβολίδωτα φυσίγγια των 9 χιλιοστών, φόρεσε ένα μακρύ δερμάτινο παλτό, καπέλο, γυαλιά ηλίου και μια χειρουργική μάσκα και έκανε το πρώτο χτύπημα.
Πρώτος στόχος, κεντρικό υποκατάστημα τράπεζας στη λεωφόρο Φυλής στο Καματερό. «Στις 09.52 της 22ας Φεβρουαρίου σημειώθηκε ληστεία στο υποκατάστημα τράπεζας όπου με την απειλή πιστολιού ο δράστης αφαίρεσε το χρηματικό ποσό των 3.290 ευρώ, ενώ η 48χρονη σύντροφός του παρέμεινε κατά τη διάρκεια της ληστείας πλησίον με το όχημα διαφυγής μάρκας MINI Cooper και στη συνέχεια εξασφάλισε τη διαφυγή τους», αναφέρεται στο διαβιβαστικό της δικογραφίας και στις επόμενες γραμμές επισημαίνεται πως «από το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας Αττικής συστήθηκε ειδική ομάδα αστυνομικών για την αναζήτηση, τον εντοπισμό και την αναζήτηση των δραστών. Στο πλαίσιο των ερευνών και αξιοποιώντας πλήρως το συλλεχθέν προανακριτικό υλικό, τη σκηνή της ληστείας από το κλειστό κύκλωμα εικονοσκόπησης του καταστήματος, καθώς και συλλεχθέντα βιντεοληπτικά υλικά από τη διαφυγή του κατέστη δυνατή η ταυτοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας του καθώς και του οχήματος διαφυγής του, αλλά και διαπιστώθηκε η ύπαρξη συνεργού γυναίκας για τη διάπραξη αυτής».
Οι αναλυτές της Ασφάλειας, έχοντας στα χέρια τους την ταυτότητα του ληστή της τράπεζας στο Καματερό και γνωρίζοντας την ύπαρξη γυναίκας συνεργού, άρχισαν να ξεσκονίζουν παλιές υποθέσεις ληστειών προκειμένου να δουν αν το ζευγάρι εμπλέκεται και σε άλλα χτυπήματα. Η αρχική εκτίμηση ήταν ότι επρόκειτο για τους Μπόνι και Κλάιντ των τραπεζών, μέχρι που είκοσι ημέρες μετά, τους βρήκαν μπροστά τους σε μια ληστρική επίθεση, σε κοσμηματοπωλείο αυτή τη φορά, στη ζώνη των νοτίων προαστίων. «Στις 10.45 της 13ης Μαρτίου, ο 45χρονος, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, διέπραξε ένοπλη ληστεία στο κοσμηματοπωλείο της οδού Πλουτάρχου στον Αγιο Δημήτριο. Ο δράστης, με την απειλή πιστολιού, αφαίρεσε από το χρηματοκιβώτιο του καταστήματος κοσμήματα αξίας 100.000 ευρώ και διέφυγε. Η 48χρονη σύντροφός του είχε εισέλθει στο κοσμηματοπωλείο λίγο πριν τη διάπραξη της ληστείας, προσποιούμενη την πελάτισσα, ενώ παρέμεινε σε αυτό τόσο κατά την ώρα διάπραξης της ληστείας όσο και μετά από αυτή. Μάλιστα κατά την παραμονή της στο κατάστημα και αφού στο σημείο είχαν φτάσει οι πρώτοι αστυνομικοί της Αμεσης Δράσης η συγκεκριμένη παρείχε ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την περιγραφή του δράση αλλά και τη διαφυγή του», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο διαβιβαστικό της δικογραφίας που σχηματίστηκε για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Προκλητικά ψύχραιμη
Η ειδική ομάδα της Ασφάλειας, παρακολουθώντας το βίντεο από το κοσμηματοπωλείο, επικεντρώθηκε στην περίεργη πελάτισσα. Η συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της ληστείας ήταν παράξενη. Δεν έδειχνε να έχει τρομοκρατηθεί από την εισβολή του ληστή, αντιθέτως ήταν προκλητικά ψύχραιμη και μάλιστα τους έκανε εντύπωση ότι με μεγάλη προθυμία, όταν ήρθαν οι Αρχές, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του ληστή και το δρομολόγιο που επέλεξε για να διαφύγει, δίνοντας όμως μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από την πραγματική. Εχοντας αλλάξει την εμφάνισή της, δεν έμοιαζε με τη σύντροφο του ληστή των τραπεζών. Ωστόσο, οι αναλυτές βλέποντας τις κινήσεις του δράστη έμειναν άφωνοι διαπιστώνοντας πως ήταν ο ληστής της τράπεζας του Καματερού. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι αστυνομικοί της ειδικής ομάδας του Διαρρηκτώ είχαν ταυτοποιήσει τον ληστή και τη συνεργό του και αμέσως έφυγαν για την παραλιακή εκτιμώντας πως προς τα εκεί θα κινηθούν προκειμένου να επιστρέψουν στα σπίτια τους στα νότια προάστια. Και δεν έκαναν λάθος.
Το δίδυμο των ληστών έφυγε από την οδό Πλουτάρχου και με το ιδιόκτητο MINI Cooper σταμάτησε στην οδό Δωδεκανήσου στον Αλιμο. Εκεί λούφαξαν σε μια καφετέρια προκειμένου να περάσει η ώρα και να σταματήσουν οι αναζητήσεις των μοτοσικλετιστών της Αμεσης Δράσης. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, έκαναν άλλο ένα λάθος, καθώς η ειδική ομάδα της Ασφάλειας, μέσω των καμερών ρύθμισης κυκλοφορίας, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει το δρομολόγιο διαφυγής και να τους βρει να πίνουν τον καφέ τους στην καφετέρια του Αλίμου. Οι δυο ληστές, λειτουργώντας επιπόλαια και ερασιτεχνικά, έπεσαν στα χέρια των διωκτών τους, χωρίς καν να έχουν φροντίσει να παρουσιάσουν την ίδια εκδοχή των πραγμάτων για να μην την πατήσουν, μια και ο καθένας, κατά την εξέτασή του, ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Ο άνδρας ανέλαβε την ευθύνη και ομολόγησε τα πάντα, ενώ περιέγραψε και πώς αποφάσισε να γίνει ληστής, τοποθετώντας στο κάδρο της ενοχής και τη σύντροφό του.
Τα σοβαρά προβλήματα υγείας, είπε, τους οδήγησαν στην παρανομία έτσι ώστε να μπορούν να πληρώνουν τους γιατρούς και τα φάρμακα για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους. Παραδέχτηκε ότι η γυναίκα συμμετείχε την πρώτη φορά ως οδηγός του MINI Cooper στη ληστεία της τράπεζας και τη δεύτερη ως πελάτισσα του κοσμηματοπωλείο που αυτός λήστεψε. Εκείνη, από την πλευρά της, ήταν σκληρή και άκαμπτη. Κράτησε αρνητική στάση και κινήθηκε στη λογική «δεν ξέρω τι μου λέτε, δεν έχω κάνει τίποτα», ενώ ανέφερε ότι όντως αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας.