Παρά την τραπεζική κρίση, τις τελευταίες δύο εβδομάδες τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) υλοποίησαν τις αυξήσεις επιτοκίων που είχαν προαναγγείλει, θέλοντας να δείξουν αφενός μεν αυτοπεποίθηση ότι δεν φοβούνται για κρυμμένα προβλήματα στις τράπεζες, αλλά και ότι είναι αποφασισμένες να «σκοτώσουν» τον πληθωρισμό με το δηλητηριώδες φάρμακο του ακριβότερου χρήματος.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει στόχο να πνίξει την οικονομική δραστηριότητα περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις, έτσι ώστε να μειωθεί η ζήτηση αγαθών η οποία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό και ανεβάζει τις τιμές.
Η πολιτική αυτή, η λεγόμενη «νομισματική σύσφιξη», έχει παρενέργειες και υψηλό κόστος, καθώς ισοδυναμεί με μείωση εισοδημάτων για τους πολλούς, ενώ δημιουργεί πιέσεις σε τράπεζες και άλλες εταιρείες που έχουν ανοίγματα σε δάνεια ή επενδύσεις, τα οποία έρχονται στην επιφάνεια καθώς το χρήμα ακριβαίνει. Ο εφιάλτης των κεντρικών τραπεζών είναι η μετάδοση αβεβαιότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που μπορεί να οδηγήσει σε πιστωτική κρίση και κραχ, και αυτός είναι ο λόγος που υπήρξε διεθνής κινητοποίηση για να υποστηριχθεί η επείγουσα διάσωση της Credit Suisse μέσω εξαγοράς από τη UBS.
Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε προς το παρόν, αλλά η κρίση που εκδηλώθηκε λειτουργεί από μόνη της αντιπληθωριστικά, καθώς όλοι περιορίζουν τα ρίσκα και τα ανοίγματά τους, υπό τον φόβο ότι παρόμοια -ή τελείως διαφορετικά, αλλά εξίσου επικίνδυνα- προβλήματα μπορεί να κρύβονται και σε άλλες εταιρείες.
Ο Γ. Στουρνάρας
Οι τράπεζες δίνουν λιγότερα δάνεια, οι επενδυτές αναλαμβάνουν λιγότερους κινδύνους, οι καταναλωτές μαζεύονται, οπότε το αποτέλεσμα είναι ισοδύναμο με αύξηση επιτοκίων. Ταυτόχρονα, όμως, ανεβαίνουν η αβεβαιότητα και το ρίσκο να δημιουργηθούν και άλλες ρωγμές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από την πίεση που ασκούν τα υψηλότερα επιτόκια. Αυτός είναι και ο λόγος που ενισχύεται η εκτίμηση ότι οι αυξήσεις επιτοκίων φτάνουν στο τέλος τους, όπως δήλωσε και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας την περασμένη εβδομάδα σε συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC.
«Πιστεύω ότι είμαστε κοντά στο τέλος του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής», δήλωσε o κ. Στουρνάρας εκφράζοντας την εκτίμηση ότι οι εξελίξεις στην Ελβετία δεν θα δημιουργήσουν πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα ή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. «Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα διαθέτει επαρκή κεφαλαιακή βάση και επαρκή ρευστότητα. Οι αρμόδιες αρχές είναι πολύ σοφότερες σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από δέκα χρόνια κατά την προηγούμενη κρίση, συνεπώς είμαστε έτοιμοι, έχουμε όλα τα εργαλεία στη διάθεσή μας, ώστε να παρέμβουμε, αν χρειαστεί. Ωστόσο, πιστεύω ότι το τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση και είναι ανθεκτικό», είπε χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.
Υπάρχει, πάντως, διχογνωμία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς τα λεγόμενα «γεράκια» που υποστηρίζουν τη σκληρή νομισματική πολιτική επιμένουν ότι πρέπει να συνεχιστεί η σύσφιξη με νέες αυξήσεις επιτοκίων, με πρώτο και καλύτερο τον πρόεδρο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιοακίμ Νάγκελς, που δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι είναι πολύ νωρίς για να χαλαρώσει η νομισματική πολιτική.
Ενδεικτικό της αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Το μεγάλο ερώτημα είναι για πόσο χρόνο θα παραμείνουν τα επιτόκια στο επίπεδο αυτό και πότε θα αρχίσουν οι μειώσεις. Ολα θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού, ο οποίος υποχωρεί μεν, αλλά παραμένει πολύ υψηλότερα από το 2%, που είναι ο στόχος των κεντρικών τραπεζών.
Η ΕΚΤ