Τα μέλη της ρωσικής μαφίας λήστεψαν έξω από περίπτερο στο Μενίδι διανομέα καρτών κινητής τηλεφωνίας και του απέσπασαν 10.500 ευρώ, ενώ από τον περιπτερά πήραν 1.000 ευρώ. Οι ληστές διέφυγαν με «απαλλοτριωμένο» αυτοκίνητο, αλλά ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου τηλεφώνησε αμέσως στην Αστυνομία και ανέφερε μάρκα και αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου των δραστών.
Τέσσερις αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ, που επέβαιναν σε δύο μοτοσικλέτες, εντόπισαν λίγη ώρα αργότερα το αυτοκίνητο των ληστών και τους ακολούθησαν διακριτικά από απόσταση, χωρίς «ηχητικές και φωτεινές προειδοποιήσεις», όπως είχαν πάρει εντολή από το κέντρο της ΔΙΑΣ. Οι αστυνομικοί (ειδικοί φρουροί) τους ακολούθησαν από την περιοχή των Αγ. Αναργύρων προς στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας.
Οταν οι δράστες έφθασαν στο ύψος της εξόδου προς Αγ. Ιωάννη Ρέντη, ο οδηγός του αυτοκινήτου, αιφνίδια, έστριψε δεξιά και με αυξημένη ταχύτητα μπήκε στον παράδρομο της εθνικής Αθηνών-Λαμίας.
Στην οδό Περικλέους κινήθηκε αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας και μόλις έφθασε στη διασταύρωση με την οδό Νικολαΐδη το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και ακινητοποιήθηκε. Ετσι, οι ληστές αιφνιδίασαν τους άνδρες της ΔΙΑΣ, οι οποίοι βρέθηκαν σε απόσταση 10-15 μέτρων από τους δράστες. Τότε ο οδηγός του αυτοκινήτου άνοιξε το παράθυρο και με καλάσνικοφ άρχισε να πυροβολεί κατά των αστυνομικών κατά ριπάς. Στη συνέχεια, από την πίσω αριστερή πόρτα βγήκε άλλος με δεύτερο καλάσνικοφ και άρχισε να πυροβολεί κατά ριπάς προς την ομάδα ΔΙΑΣ.
Παράλληλα, από την πίσω δεξιά θέση, τρίτος δράστης άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να πυροβολεί με πιστόλι. Αμέσως μετά οι δράστες σπινάροντας διέφυγαν, διασχίζοντας αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Από τους πυροβολισμούς έχασαν τη ζωή τους δύο αστυνομικοί και τραυματίστηκαν τέσσερις.
Ακολούθησαν ένορκες διοικητικές εξετάσεις (ΕΔΕ), χωρίς ωστόσο να αποδοθούν ευθύνες. Ομως, ένας εκ των τεσσάρων τραυματιών, ο οποίος μετά από χειρουργικές επεμβάσεις ήταν σε αναρρωτική άδεια επί δύο χρόνια, διεκδίκησε από τα Διοικητικά Δικαστήρια αποζημίωση 400.000 ευρώ για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, η οποία προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις συναδέλφων του.
Μεταξύ των άλλων, επικαλέστηκε ότι «από γλωσσικό ολίσθημα» του εκφωνητή του κέντρου της ΔΙΑΣ η ομάδα των αστυνομικών οδηγήθηκε σε λάθος δρόμο (στροφή προς οδό Μακρυγιάννη αντί προς Περικλέους) με αποτέλεσμα να παγιδευτούν από τους ληστές, οι οποίοι τους είχαν στήσει καρτέρι, ενώ κατ’ εντολήν του κέντρου της Αμεσης Δράσης τέθηκαν πρόωρα σε λειτουργία οι σειρήνες των περιπολικών, κάτι που «πρόδωσε» την επιχείρηση και οι δράστες έστησαν ενέδρα θανάτου.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφασή του, επιδίκασε αποζημίωση 40.000 ευρώ, καθώς αναγνώρισε ευθύνες σε όργανα του Δημοσίου (αστυνομικούς). Πάντως, η υπόθεση έχει οδηγηθεί στο ΣτΕ από την πλευρά του Δημοσίου.
Οι δικαστές έκριναν ότι «η απλή πρόθεση ακινητοποίησης του αυτοκινήτου των δραστών δεν αποτελεί σχέδιο, όταν δεν προβλέπει πού και πώς, ποιος θα είναι ο ρόλος κάθε σώματος της ΕΛ.ΑΣ., σε ποιο σημείο θα προπορευτεί περιπολικό ή και σε ποιο σημείο θα περιμένει περιπολικό ή κλούβα για να κόψει τον δρόμο στο αυτοκίνητο των δραστών» και συνεχίζουν: «Για να υπάρχει σχέδιο με το οποίο οργανώνεται αστυνομική επιχείρηση, πρέπει, κατ’ αρχάς, να περιγράφεται αυτό με ακρίβεια, να υπάρχουν σαφείς οδηγίες, ενημέρωση των συμμετεχόντων σε αυτό και εντολές σε όλους τους εμπλεκομένους που με βάση την κοινή λογική και τα διδάγματα της κοινής πείρας συντελούν και συγκλίνουν στην επίτευξη του σκοπού αυτού». Εξάλλου, η ΕΔΕ «δεν αποδεικνύει την ύπαρξη σχεδίου, αλλά, αντιθέτως, καταδεικνύει την ανυπαρξία του», υπογραμμίζουν οι δικαστές.
Σε άλλο σημείο αναφέρουν ότι από το κέντρο της Αμεσης Δράσης δόθηκε εντολή στα περιπολικά «να ανάψουν τα ηχητικά και τους φάρους στις 18:47:32, ενώ πυροβολισμοί ακούστηκαν στις 18:47:39, ήτοι 7 ολόκληρα δευτερόλεπτα μετά, τα οποία ήταν καθοριστικά για την απόφαση των κακοποιών να σταματήσουν στο συγκεκριμένο σημείο απότομα το αυτοκίνητο, αντίθετα στη φορά του μονόδρομου, στη συμβολή των οδών Περικλέους και Νικολαΐδη και να εξοντώσουν τους αστυνομικούς», δηλαδή εντολή που πρόδωσε την επιχείρηση.
Εξάλλου, «η λάθος πληροφόρηση από το κέντρο της ΔΙΑΣ για το στίγμα των δραστών, ότι δηλαδή εκινείτο επί της οδού Μακρυγιάννη, ενώ στην πραγματικότητα το όχημα προπορευόταν λίγα μόλις μέτρα από την ομάδα των αστυνομικών, είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν εξ απήνης παγιδευμένοι στην ενέδρα που τους έστησαν οι δράστες».
Ομως, η διεύθυνση της ΕΛ.ΑΣ., αν και γνώριζε ότι οι δράστες έφεραν βαρύ οπλισμό (καλάσνικοφ, πιστόλι Luger κ.λπ.), παρ’ όλα αυτά έδωσε εντολή στους άνδρες της ΔΙΑΣ να τους καταδιώξουν, παρότι και πάλι γνώριζαν ότι τα αλεξίσφαιρα γιλέκα που φορούσαν δεν τους προστάτευαν από τη δύναμη πυρός των όπλων των δραστών, αφού το δραστικό βεληνεκές των καλάσνικοφ είναι 600 μέτρα και η δύναμη πυρός 1 χιλιόμετρο.