«Το στοίχημα για την Ελλάδα τώρα δεν είναι να μείνει στην Ευρώπη αλλά να γίνει Ευρώπη», αναφέρει σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξης Τσίπρας με αφορμή την επίσκεψή του στο Βερολίνο και την συνάντησή του με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς.
Σημειώνει ότι «σήμερα έρχομαι ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Τέσσερα χρόνια μετά, η Ελλάδα έχει γυρίσει ξανά στις πολιτικές συνταγές που την οδήγησαν στη χρεοκοπία το 2009 και το 2015. Στο πελατειακό κράτος, στην αναξιοκρατία, στα σκάνδαλα, στις απευθείας αναθέσεις» και ακολούθως προσθέτει: «Θυμάμαι ότι οι πολιτικοί μας αντίπαλοι το 2015, όταν εμείς προσπαθούσαμε να κρατήσουμε ζωντανή τη χώρα στα πλαίσια της χρεοκοπίας της περιόδου, είχανε ένα σύνθημα και διαδήλωναν το ‘μένουμε Ευρώπη’. Το στοίχημα για την Ελλάδα τώρα δεν είναι να μείνει στην Ευρώπη, αλλά να γίνει Ευρώπη. Να γίνουμε Ευρώπη. Να γίνουμε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Που θα σέβεται το κράτος δικαίου, που δεν θα χειραγωγεί τη δικαιοσύνη, που δεν θα έχει παρακολουθήσεις του πολιτικού συστήματος χωρίς κανείς να πηγαίνει στη Δικαιοσύνη γι’ αυτό, που θα έχει νόμους στην εργασιακή αγορά και όχι νόμους ζούγκλας, αλλά κανόνες. Που θα σέβεται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα προστατεύει τα σύνορα, αλλά θα σέβεται και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων που θέλουν να έρθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε. Για να ξαναγίνει η Ελλάδα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.
Αναφέρθηκε στις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την σοσιαλδημοκρατία: « Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα το οποίο είναι πολυσυλλεκτικό. Ανήκει στην οικογένεια της Αριστεράς, αλλά ταυτόχρονα έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και με τους Πράσινους και με τους Σοσιαλδημοκράτες. Συμμετέχω σχεδόν επτά χρόνια στις Συνόδους Κορυφής των ηγετών των Σοσιαλιστών στην Ευρώπη και νομίζω ότι μπορεί να παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ και ένα ρόλο καταλύτη για τη συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Αναφέρεται και στο ζήτημα των επανορθώσεων: «Το ζήτημα των επανορθώσεων για μας είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, ιδίως το θέμα του κατοχικού δανείου, που δεν έχει κλείσει. Εντούτοις, δεν το βλέπουμε ως ένα αίτημα εκδίκησης απέναντι στο γερμανικό λαό. Αλλά ως ένα αίτημα συμφιλίωσης με την ιστορία μας, την κοινή μας ιστορία και με την κοινή μας υποχρέωση να μην υπάρξει ποτέ ξανά φασισμός πουθενά στην Ευρώπη. Είναι ένα ανοιχτό ζήτημα το οποίο θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα».
Για τα ελληνοτουρκικά λέει: «Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει μια νέα ευρωτουρκική ατζέντα μέσα στην οποία πρέπει να συμπεριληφθεί και η ελληνοτουρκική ατζέντα, θετική ατζέντα με σαφείς όμως κόκκινες γραμμές. Τις κόκκινες γραμμές που θέτει η ελληνική πλευρά στη βάση του διεθνούς δικαίου και με προοπτική την επίλυση των βασικών μας διαφορών που είναι η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μια προοπτική που θα πρέπει να συνδεθεί και με την τελωνειακή ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, ώστε να έχει και ένα κίνητρο η Τουρκία να αποδεχτεί αυτή την προοπτική και αυτή τη διαδικασία».
Ασκεί κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι «δεν δούλεψε εντατικά σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν διεκδίκησε τη διπλωματική διέξοδο, πολλές φορές πιστεύω ότι θέλησε να κερδοσκοπήσει πολιτικά μέσα από μια ρητορική που δεν ευνόησε την προοπτική επίλυσης των διαφορών. Όμως, οφείλω να είμαι δίκαιος. Από την άλλη πλευρά, είχαμε έναν Ερντογάν και μια Τουρκία η οποία όλο το προηγούμενο διάστημα επένδυσε πολλαπλάσια στη ρητορική της έντασης».
Ωστόσο προσθέτει «Βλέπουμε ότι εκεί έχουμε και εξελίξεις έχουμε εκλογές το επόμενο διάστημα και ελπίζω από τις εκλογές αυτές να προκύψει μια Κυβέρνηση που θα επιτείνει σε μια λογική διαλόγου και συνεργασίας».
Για το Ουκρανικό αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει κάθε λόγο να στηρίζει το διεθνές Δίκαιο και προσθέτει ότι «Πρέπει να αναζητηθεί διπλωματική λύση για τον τερματισμό της ρωσικής εισβολής και των αιματηρών εχθροπραξιών».
Δηλώνει «πολύ χαρούμενος και περήφανος» για την Συμφωνία των Πρεσπών και εξηγεί: «διότι αποτελεί ένα πρότυπο επίλυσης διαφορών, στη βάση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων. Και μου δίνετε την ευκαιρία να πω ότι αν δεν είχαμε αυτή τη Συμφωνία, σήμερα τα δυτικά Βαλκάνια θα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση…Θα συμβούλευα στους ηγέτες των Βαλκανίων να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Η διαιώνιση των διαφορών και των διενέξεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια προοπτική σταθερότητας στην περιοχή και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ευνοήσει την ευρωπαϊκή προοπτική, που είναι η μόνη προοπτική σταθερότητας για τις χώρες των Βαλκανίων».
Πρόσκληση συνεργασίας σε όλο το προοδευτικό τόξο
Σε ερώτηση για τις ελληνικές εκλογές και με ποιο κόμμα θα συνεργαστεί για να σχηματίσει κυβέρνηση απαντά: «Αν βρει ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, θα υπάρχει η δυνατότητα και η ευκαιρία για τη συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης. Πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία μπροστά μας για μια σημαντική αλλαγή στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης μέσα από συναινέσεις, μέσα από προγραμματικές συγκλίσεις μπορεί να είναι η μεγάλη αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι αν βγει πρώτο κόμμα και έχει τη δυνατότητα, διότι μόνο αν βγει πρώτο κόμμα θα έχει αυτή τη δυνατότητα και αριθμητικά, αλλά και την πολιτική νομιμοποίηση να πάρει την εντολή του ελληνικού λαού σε μια τέτοια κατεύθυνση, θα συγκροτήσει κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας, απευθυνόμενος σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις. Η πρόσκλησή μας θα απευθύνεται σε όλο το προοδευτικό τόξο, σε όλους εκτός της Νέας Δημοκρατίας και της Ακροδεξιάς.
Αν δεν βγει πρώτο κόμμα, συνεχίζει ο κ. Τσίπρας «δεν θα έχει ούτε την αριθμητική δυνατότητα, αλλά ούτε και τη λαϊκή εντολή, ούτε την ηθική νομιμοποίηση για να συγκροτήσει κυβέρνηση. Σε αυτή την εκδοχή, ενδεχομένως θα έχουμε την προσφυγή σε δεύτερες, επαναληπτικές εκλογές, κάτι το οποίο πιστεύω ότι πρέπει να αποφύγουμε. Πρέπει να αποφύγουμε την περιπέτεια των απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων. Ο κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι θα προσφύγει σε δεύτερες ή και σε τρίτες εκλογές αν χρειαστεί, διότι δεν βλέπει τη δυνατότητα συνεργασιών, δεν μπορεί να συνεργαστεί με άλλες δυνάμεις. ‘Αρα δεν επιθυμεί να συγκροτήσει συμμαχική Κυβέρνηση».
Για την υπόθεση Γεωργούλη αναφέρει: «Είναι μια πολύ δυσάρεστη υπόθεση, στενάχωρη. Από την πρώτη στιγμή, από τα πρώτα λεπτά που έγινε γνωστή η ύπαρξη καταγγελίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κράτησε ίσες αποστάσεις. Δεν είπε «ναι μεν, αλλά…», αλλά αυτό το οποίο πράξαμε ήταν να θέσουμε εκτός κόμματος και εκτός ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας τον κ. Γεωργούλη. Από εκεί και πέρα η Δικαιοσύνη έχει τον λόγο».