Το «Ιώβ» είναι το νέο προσωνύμιο που απέκτησε ο Αλέξης Τσίπρας. Απαντες θαυμάζουν την υπομονή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στους βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που σχεδόν σε καθημερινή βάση είτε διατυπώνουν και μια διαφορετική θέση από αυτή του αρχηγού τους, είτε γράφουν και εκστομίζουν ανοησίες, τις οποίες, ως είναι φυσικό, εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοί τους. Τελευταίος «αόμματος στη γραμμή του κόμματος» ήταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Και πριν από αυτόν ή μάλλον σχεδόν ταυτόχρονα ο Γιάννης Δραγασάκης. Και οι δύο επίλεκτα στελέχη της Κουμουνδούρου. Και οι δύο με ειδίκευση στα οικονομικά και τραπεζικά θέματα. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τσίπρα και υπεύθυνος για τον συντονισμό των οικονομικών υπουργείων ο Δραγασάκης, υπουργός Οικονομικών που διαδέχθηκε τον Βαρουφάκη ο Τσακαλώτος. Μάλιστα, ο δεύτερος μέχρι και πριν από το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν επικεφαλής της ομάδας των «53+», που ασκούσε κριτική από αριστερά στον Τσίπρα.
Η αναφορά μας στη χρηματοοικονομική ειδίκευση των δύο γίνεται επειδή ορισμένοι παράγοντες της Κουμουνδούρου δεν είναι απλώς δυσαρεστημένοι με την ηχηρή διαφοροποίησή τους σχετικά με την «κυβέρνηση των ηττημένων», αλλά και εμφανίζονται προβληματισμένοι για τις προθέσεις τους. Κάποιοι, πάντως, διατείνονται πως οι δηλώσεις τους πρέπει να ερμηνευτούν με φόντο την κυβέρνηση ειδικού σκοπού, την οποία φαίνεται να επιθυμούν ορισμένοι και πρωτίστως επιχειρηματικά συμφέροντα. Περιττεύει να αναφέρουμε ότι σε κυβέρνηση ειδικού σκοπού τίθενται εκτός πρωθυπουργίας οι επικεφαλής των κομμάτων, δηλαδή ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας, και τον σχηματισμό κυβέρνησης αναλαμβάνει πρόσωπο κοινής αποδοχής, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να είναι πολιτικός – θα μπορούσε να είναι τεχνοκράτης ή προσωπικότητα υψηλού κύρους.
Κάποια άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν πως, μεταξύ άλλων, ευχαριστημένοι από τη σύγχυση που δημιούργησαν τα λεγόμενα των Δραγασάκη – Τσακαλώτου θα πρέπει να είναι και οι τραπεζίτες, αφού ο Αλέξης Τσίπρας το τελευταίο διάστημα ξιφουλκεί εναντίον τους και τους απειλεί με ρυθμίσεις οι οποίες θα πλήξουν τα προνόμιά τους. Δεν χρεώνουν στους δύο πρόθεση, αλλά, όπως λένε, η αρνητική εικόνα που σχηματίζεται εκ των πραγμάτων βλάπτει τον ΣΥΡΙΖΑ και μειώνει τις πιθανότητες να έρθει πρώτο κόμμα και κατά συνέπεια να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ενώ ωφελεί τη Ν.Δ., αλλά και το ΠΑΣΟΚ.
Και η αλήθεια αυτή είναι. Καλύτερο δώρο στον Μητσοτάκη και τον Ανδρουλάκη δεν θα μπορούσαν να κάνουν τα δύο κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο μεν πρωθυπουργός δικαίως θα μπορεί να υποστηρίζει τα περί «υποκρισίας του Τσίπρα και διπλής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ», αφού παρά τα λεγόμενα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «κυβέρνηση νικητών και όχι ηττημένων», δύο επίλεκτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ λένε ακριβώς τα αντίθετα, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη κι αν έρθει δεύτερο κόμμα, εφόσον βγαίνουν τα νούμερα, θα επιχειρήσει να σχηματίσει κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ και τον Βαρουφάκη. Μπορεί εκ των υστέρων να προέβησαν σε διορθωτικές δηλώσεις, αλλά το κακό είχε γίνει.
Σαφής δήλωση
Να σημειωθεί ότι ουδείς πιστεύει ότι υπήρξε κοπτοραπτική στις δηλώσεις τους, αφού ο μεν Τσακαλώτος ερωτάται συγκεκριμένα τι θα γίνει «αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερο κόμμα» και όχι γενικώς για τα σενάρια της επόμενης μέρας, ο δε Δραγασάκης είναι πολύ έμπειρος για να μη γνωρίζει ότι οι συζητήσεις ακόμη και επί υποθετικών σεναρίων, και μάλιστα έναν μήνα πριν από τις εκλογές, θα αξιοποιηθούν κατά το δοκούν από τους αντιπάλους του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Και αξιοποιούνται. Ηδη ο Μητσοτάκης δηλώνει «εγώ σας τα ’λεγα να μην πιστεύετε τον Τσίπρα». Και επαναφέρει το σενάριο της αυτοδυναμίας, το οποίο μετά τα Τέμπη εθεωρείτο ανέφικτο. Ανάμεσα στην αυτοδύναμη κυβέρνηση και την «κυβέρνηση των ηττημένων», την οποία απορρίπτει -και ορθώς- ακόμη και ο Τσίπρας, είναι λογικό η πλειοψηφία των πολιτών να προτιμήσει το πρώτο.
Με περισσή ευχαρίστηση άκουσαν και στη Χαριλάου Τρικούπη τα λεχθέντα των Δραγασάκη – Τσακαλώτου, αφού τους έβγαλαν από τη δύσκολη θέση να απολογούνται γιατί δεν συμφωνούν σε προοδευτική κυβέρνηση σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα και η αριθμητική βγάζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τώρα τους είναι εύκολο να λένε ότι στον ΣΥΡΙΖΑ «δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ας συμφωνήσουν πρώτα τα στελέχη του με τον αρχηγό τους και μετά συζητάμε». Και φυσικά να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο απ’ όσους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους δεν θέλουν ούτε να ακούσουν το όνομα Βαρουφάκης.
Μάλιστα, το «δώρο» που τους δόθηκε έχει μεγαλύτερη αξία επειδή ήρθε σχεδόν αμέσως μετά τον «βιασμό και ξυλοδαρμό» της Ελένης Χρονοπούλου, στελέχους του ΠΑΣΟΚ, από τον ηθοποιό-ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη, γεγονός που διατάραξε σημαντικά τις σχέσεις των δύο κομμάτων. Εκτός από τα προαναφερθέντα υπάρχει και ο Αντώναρος, ο οποίος έβαλε «φωτιά στα τέλια» χαρακτηρίζοντας το ΠΑΣΟΚ «απολειφάδι», ενώ οι τριβές ανάμεσα σε Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου αυξήθηκαν και από τη διαφορετική στάση που τήρησαν τα δύο κόμματα απέναντι στη νομοθετική πρωτοβουλία για να απαγορευθεί στο κόμμα Κασιδιάρη να κατέλθει στις εκλογές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είναι λίγοι πλέον αυτοί που υποστηρίζουν πως το ΠΑΣΟΚ τώρα έχει περισσότερες πιθανότητες να συμμετάσχει σε κυβέρνηση Μητσοτάκη, εφόσον η Ν.Δ. έρθει πρώτο κόμμα, ξεχνώντας την ένσταση Ανδρουλάκη: «Δεν κάνω κυβέρνηση και δεν δέχομαι για πρωθυπουργό αυτόν που με παρακολουθούσε».
Αν ο Αντώναρος, ο Κασιδιάρης και ο Γεωργούλης έβαλαν εμπόδια στις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι Τσακαλώτος και Δραγασάκης ύψωσαν τείχος. Αυτή ήταν η μεγάλη ζημιά που έκαναν στον Τσίπρα τα δύο επίλεκτα στελέχη του. Αφαίρεσαν πόντους από τη στρατηγική του για προοδευτική διακυβέρνηση και πρόσθεσαν στη στρατηγική του Μητσοτάκη για αυτοδυναμία. Χειρότερη εξέλιξη -«πισώπλατη μαχαιριά», τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι- δεν θα μπορούσε να υπάρξει για τον Αλέξη 30 ημέρες πριν από τις εκλογές.
Διπλό λάθος
Και είναι λογικό ο τέως πρωθυπουργός να είναι εξοργισμένος με «το λάθος που είναι χειρότερο κι από έγκλημα» των δύο συντρόφων του. Και είναι διπλό λάθος η προσπάθεια κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζουν πως «αυτή είναι η ουσία της απλής αναλογικής», να σχηματίζεται κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα και να φέρνουν ως παράδειγμα τη Σουηδία και το Λουξεμβούργο, όπου όντως έχουμε κυβερνήσεις χωρίς το πρώτο κόμμα.
Και είναι λάθος όχι γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει προηγούμενο ή μια τέτοια κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που θα έπρεπε να λύσει, είναι λάθος επειδή μετατρέπονται σε σχολιαστές ασχολούμενοι με σενάρια και αριθμούς και όχι με την πολιτική.
Και το κυριότερο επειδή αποδέχονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δεύτερο κόμμα και αμφισβητούν ευθέως τα λεγόμενα από πρωίας έως εσπέρας του Αλέξη Τσίπρα για νίκη (ει δυνατόν, ευδιάκριτη και σίγουρα με διαφορά μεγαλύτερης της μιας ψήφου, που ζητούσε παλαιότερα), ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή και να αποφευχθούν οι δεύτερες και οι τρίτες εκλογές. Το ερώτημα πάντως που υπάρχει στο έρκος των οδόντων της πλειονότητας των στελεχών και των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ είναι: «Και τι κάνει ο Αλέξης; Γιατί ανέχεται όλους όσοι του χαλάνε το πολιτικο-εκλογικό του αφήγημα;». Οταν έχει συγχωρήσει τον Πολάκη, είναι δύσκολο να λάβει πειθαρχικά μέτρα κατά των Δραγασάκη – Τσακαλώτου. Ούτε βέβαια μπορεί, όπως λένε κάποιοι οξύθυμοι προεδρικοί, να τους διαγράψει, «όπως έκανε ο Καραμανλής με τον Σουφλιά, ο Παπανδρέου με τον Σημίτη, η Γεννηματά με τον Βενιζέλο». Και ένας επιπλέον λόγος είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει την επομένη των εκλογών. Προσώρας, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα υπάρχει αυτοδυναμία, αφού κανένα κόμμα δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 46%.
Αν θα υπάρξει συμμαχική κυβέρνηση, κυβέρνηση ειδικού σκοπού, κυβέρνηση του πρώτου κόμματος με το τρίτο, ή κυβέρνηση ηττημένων θα το μάθουμε στις 22 Μαΐου και οπωσδήποτε θα είναι συνάρτηση των ποσοστών που θα λάβουν τα κόμματα. Αν, για παράδειγμα, τα ποσοστά των δύο κομμάτων βρίσκονται στην περιοχή του 30% ή το ποσοστό του πρώτου κόμματος υπολείπεται κατά πολύ από την κατάκτηση της αυτοδυναμίας, τότε το μετεκλογικό τοπίο θα είναι ριζικά διαφορετικό από αυτό που περιγράφουν σήμερα οι δημοσκόποι και τα κομματικά επιτελεία. Οι ανάγκες της χώρας, της οικονομίας, της κοινωνίας, των κομμάτων και των ηγεσιών τους είναι αυτά που θα καθορίσουν το τι μέλλει γενέσθαι και όχι τι λένε τώρα στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα οι υποψήφιοι βουλευτές ή γράφουν στο Twitter και το Facebook διάφορα στελέχη, μέλη, οπαδοί και κυβερνητικά ή της αντιπολίτευσης τρολ.
Η υπόθεση Γεωργούλη