Ελλάδα

Άξιον Εστί: Η ιστορία της εικόνας που έφτασε από το «περιβόλι της Παναγίας» στην Αθήνα

Στη Μητρόπολη Αθηνών βρίσκεται από χθες η εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος και πλήθος κόσμου συρρέει από τα ξημερώματα της Πέμπτης για να προσκυνήσει. Η συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας βρίσκεται σήμερα στο Ιερό Σύνθρονο του Ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους και θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα που βρίσκεται στο περιβόλι της Παναγιάς, μιας και είναι «Εφέστιος» και «Προστάτις» των 20 Αγιορείτικων Μονών, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σε κάθε Μονή. 

Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα με λιτανεία στην περιοχή των Καρεών. Επίσης στις 11 Ιουνίου πραγματοποιείται Θεία Λειτουργία στο Πρωτάτο και πανήγυρη στο Ιερό Παντοκρατορινό Κελλί του «Άξιον Εστίν», σε ανάμνηση του θαύματος, από το οποίο προέκυψε και το όνομά της.


«Άξιον Εστί»: Έφτασε στην Αθήνα η εικόνα από το Άγιον Όρος - Ουρές για προσκύνημα

Η εικόνα του «Άξιον Εστί», δεξιοκρατούσα Θεοτόκος, ανήκει στον τύπο της Ελεούσας (όπως η Παναγία του Κύκκου στην Κύπρο μία από τις τρεις εικόνες που αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ευλόγησε η Θεοτόκος). Αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη πριν το 982 μ.Χ., ενώ το 1836 προστέθηκε το αργυρό πουκάμισό της (96Χ67 εκ) που φιλοτεχνήθηκε στη Μονή Βατοπεδίου.

Ενώπιον της εικόνας, κάνοντας τρεις μετάνοιες και τον σταυρό τους οι Καθηγούμενοι των 20 μονών, στις 3 Οκτωβρίου 1913, υπέγραψαν το ψήφισμα της αιώνιας Ένωσης του Αγίου Όρους με τη Μητέρα Ελλάδα.

Η ιστορία της εικόνας «Άξιον Εστί»

Είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκιά σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάσθηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα (υποκάμισο), θαυμαστής αγιορείτικης τέχνης, το οποίο φέρει στο εξωτερικό της περίβλημα τις σφραγίδες των είκοσι μονών. Είναι διαστάσεων 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου είχε αλλοιωθεί, αλλά μετά την συντήρηση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η μεταγενέστερη επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».

Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου της Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και το κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό Μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του που γράφει την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με…» (Προφ. Ησαΐας 61: 1). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.


video placeholder

 

Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως». Η εικόνα του «Άξιον εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά απ’ τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.

Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά. μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της. Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο. Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον εστίν» έκαναν σ’ όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.

Το θαύμα που ενέπνευσε την ονομασία «Άξιον Εστί»

Σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος με το νέο μαθητή του. Ένα Σάββατο βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.Χ., ο Γέροντας ξεκίνησε να πάει στην αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου. Ο μαθητής του που έμεινε μόνος του το βράδυ, δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει την νύχτα στο κελλί. Νωρίς τα χαράματα ως μοναχοί, σηκώθηκαν για να ψάλλουν την ακολουθία του Όρθρου στην μικρή εκκλησία του κελιού. Φθάνοντας όμως στην θ΄ ωδή, ενώ ο μαθητής επρόκειτο να ψάλλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» ( τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής: «Άξιόν Εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών». Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους…».

Δημοφιλέστερα

To Top