Ο Ρόι Λιχτενστάιν ήταν ιδρυτής και κύριος εκφραστής του κινήματος της Pop Art που αντιμετώπιζε τεχνικές και έννοιες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, με εικόνες που προέρχονταν από τη λαϊκή (Pop) κουλτούρα. Λίγοι καλλιτέχνες έχουν τη διαρκή επιρροή του Ρόι Λιχτενστάιν. Αρχικά έγινε γνωστός με τις αναπαραγωγές των κόμικς, αλλά ήταν η ικανότητά του να αντιμετωπίζει τον σύγχρονο πολιτισμό και τα κοινωνικά θέματα που τον καθιέρωσαν ως αληθινό Pop Artist.
Το 1961 ανακάλυψε ότι οι εικόνες των κόμικς, ένα ιδιαίτερο στοιχείο της αμερικάνικης κουλτούρας, μπορούσαν να γίνουν πρωτότυπη πηγή έμπνευσης στα έργα του. Το πρώτο έργο που δημιούργησε και τον έκανε γνωστό ήταν το «Look Mickey» το 1961, από ένα βιβλίο με τίτλο «Donald Duck Lost and Found», που άνηκε σε έναν από τους γιους του. Σε αυτό, ο καλλιτέχνης δημιούργησε για πρώτη φορά τις εμβληματικές του τελείες Ben Day, το σήμα κατατεθέν μεγάλου μέρους του έργου του, πιέζοντας λάδια ζωγραφικής μέσα από τις τρύπες μιας πλαστικής βούρτσας που είχε αφαιρέσει τα δόντια της. Την επόμενη χρονιά, ο Λιχτενστάιν δημιούργησε αρκετά έργα που εμπνεύστηκε από χαρακτήρες κόμικς, όπως ο Ποπάυ ή ο Μπακ Ρότζερς.
Οι τελείες Ben Day είναι μια τεχνική έγχρωμης εκτύπωσης που ανακάλυψε ο Αμερικανός εικονογράφος Benjamin Day Jr. το 1879, κατά την οποία τα στοιχεία της σύνθεσης αποτελούνται κυρίως από μικρές τελείες, αλλά και γραμμές διαφόρων ειδών και υφές ανάλογα με την επιδιωκόμενη οπτική εντύπωση. Για τον καλλιτέχνη, οι τελείες Ben Day ήταν διακοσμητικές και πληροφοριακές, αφού παρέπεμπαν τόσο στην τεχνική της εκτύπωσης όσο και στο τυπωμένο αρχικό υλικό που του έδινε έμπνευση. Αποτελούσαν επίσης ένα ειρωνικό σχόλιο μεταξύ “αληθινού’’ κα “τεχνητού”.
Αλλη μία καινοτομία είναι ότι χρησιμοποίησε ένα από τα πρώτα ακρυλικά χρώματα που μπορούσε να αραιωθεί με νέφτι κι έδινε άρτιο αποτέλεσμα. Επειδή όμως στέγνωνε πολύ γρήγορα, έκανε χρήση λαδιών ειδικά για τις τελείες Ben Day, ώστε να έχει τον χρόνο να τα τελειοποιεί. Τα αγαπημένα του χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε, ήταν και τα χρώματα των κόμικς. Το «Masterpiece» 1962, ενσαρκώνει τις πιο αναγνωρίσιμες τεχνικές του Λιχτενστάιν. Tις τελείες Ben Day, πολιτισμικές αναφορές, εκφραστικά γυναικεία πρόσωπα και φυσαλίδες ομιλίας που υποδεικνύουν ότι ο θεατής βρίσκεται ακριβώς στη μέση της δράσης. Η ενθάρρυνση της γυναίκας «Γιατί Μπραντ αγάπη μου, αυτός ο πίνακας είναι ένα αριστούργημα! Α, σύντομα όλη η Νέα Υόρκη θα απαιτεί τα έργα σου!» – έχει ερμηνευθεί ως οι δικές του φιλοδοξίες για τα έργα του.
Εκτέθηκε στην πρώτη του ατομική του έκθεση, στη Leo Castelli Gallery (10/2-3/3/1962) και οι λέξεις του Λιχτενστάιν αποδείχθηκαν προφητικές, αφού πωλήθηκε το 1963 έναντι μερικών χιλιάδων δολαρίων και τελικά κατέληξε στην ιδιωτική συλλογή της Αγνες Γκαντ, μιας από τις κορυφαίες συλλέκτριες της Νέας Υόρκης. Το έργο υπήρξε μέρος της μεγαλύτερης ρετροσπεκτίβας του καλλιτέχνη, που περιόδευσε σε ολόκληρο τον κόσμο την περίοδο 2012-13. Τα τελευταία 25 χρόνια, ιδιώτες συλλέκτες και οίκοι δημοπρασιών προσπαθούσαν να πείσουν την Γκαντ να πουλήσει το έργο. Εκείνη τελικά υποχώρησε μετά από 50 χρόνια που τον πίνακα στην κατοχή της και τον Ιανουάριο του 2017 -μέσω της Γκαλερί Acquavella- το πούλησε στον διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων Στίβεν Κοέν για το ποσό των $165.000.000, καθιστώντας το πιο ακριβό έργο του Ρόι Λιχτενστάιν. Η Γκαντ χρησιμοποίησε τα χρήματα για να δημιουργήσει ένα ίδρυμα για τη μεταρρύθμιση της ποινικής δικαιοσύνης.
Πηγή: newmoney.gr