Από την αναβάθμιση της Fitch των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας τον περασμένο Ιανουάριο, έχουν αλλάξει πολλά, ειδικά όσον αφορά στα βασικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη. Οι επίσημες πρώτες εκτιμήσεις, που ανέβασαν στα όρια του 6% τους περσινούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς και η επίτευξη -έστω οριακού- πρωτογενούς πλεονάσματος έναν χρόνο νωρίτερα, ξεπέρασαν κατά πολύ τις παραδοχές και προβλέψεις της Fitch, η οποία άλλωστε αμέσως μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου στάθηκε αφενός στην απομάκρυνση του πολιτικού ρίσκου ως παράγοντα αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, αφετέρου στις προβλέψεις/δεσμεύσεις του Προγράμματος Σταθερότητας.
Το βράδυ της Παρασκευής 9 Ιουνίου, αναμενόταν ο νέος «χρησμός» του οίκου Fitch, ο οποίος παρουσίασε το καθιερωμένο report για την Ελλάδα. Αυτήν τη στιγμή, η ελληνική αξιολόγηση βρίσκεται ένα «σκαλί» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (BB+).
Έτσι, σε επιβεβαίωση του ελληνικού rating ΒΒ+ -μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική- προχώρησε η Fitch διατηρώντας σταθερές προοπτικές.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των βαθμολογιών διακυβέρνησης, των δεικτών ανθρώπινης ανάπτυξης και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων σε σύγκριση με χώρες αντίστοιχης κλίμακας (ΒΒ- / ΒΒ / ΒΒ+). Αυτά τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζονται ωστόσο από τα όσα άφησε πίσω της η κρίση, που περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου χρέους, καθώς και χαμηλές μεσοπρόθεσμες δυνατότητες ανάπτυξης και ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
Η Fitch αναθεώρησε επί τα βελτίω την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 (από 0,9%), χάρη στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη απόδοση το 4ο τρίμηνο του 2022 και τη μείωση των ενεργειακών κινδύνων. «Εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών θα επιβραδυνθεί σημαντικά φέτος, αντανακλώντας την επίδραση του πληθωρισμού και της μειωμένης πιστωτικής ζήτησης. Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων θα παραμείνει σταθερή χάρη στην απορρόφηση κεφαλαίων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), ενώ τομείς όπως ο τουρισμός θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις εξαγωγές».
Ο Fitch αναμένει συνεχή δημοσιονομική εξυγίανση το 2023, αντανακλώντας εν μέρει μια καλύτερη αρχική θέση, δεδομένου ότι το έλλειμμα είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο το 2022. Προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 1% του ΑΕΠ (και στο 2% το 2024). Το πρόγραμμα σταθερότητας προβλέπει συνεχή βελτίωση στα δημόσια οικονομικά μέχρι το 2026, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 2,5% και το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ να μειώνεται κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες το 2022-2026. Το πρόγραμμα υπογραμμίζει την ευρεία δέσμευση των αρχών στη δημοσιονομική σύνεση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιοποίησης των εσόδων) που ενδέχεται να παρέχουν ορισμένες διαρθρωτικές βελτιώσεις.
Ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι ο ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 4% το 2023 και στο 1,9% το 2024, δεδομένων των επιπτώσεων της βάσης και της συγκράτησης της οικονομικής δραστηριότητας. Ορισμένοι ανοδικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να επιμείνουν, δεδομένων των πιέσεων από τον πυρήνα του πληθωρισμού (ο οποίος είναι πλέον πάνω από το ονομαστικό επιτόκιο γύρω στο 6%). Η δυναμική της αγοράς εργασίας θα υποστηρίξει την ταχύτερη αύξηση των μισθών φέτος (πάνω από 6%), αλλά οι κίνδυνοι μιας σπείρας μισθού-τιμής είναι περιορισμένοι.
Το χρέος
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Fitch που κάνει λόγο για βελτιωμένη δημοσιονομική στάση και σταθερή ονομαστική ανάπτυξη, ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 162,2% το 2023 και στο 154,4% το 2024, μια προβλεπόμενη πτώση 50% από το ιστορικό υψηλό του 206%. Οι σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ανάγκες ανταλλαγής χρέους και η σημαντική ταμειακή θέση (κοντά στα 35 δισ. ευρώ) θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη διαχείριση του χρέους. Ο συνδυασμός μακρών προθεσμιών και ενεργής στρατηγικής αντιστάθμισης σημαίνει ότι το κόστος των επιτοκίων θα παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο, αν και θα μπορούσε να αυξηθεί κάποια χρηματοδοτική πίεση εάν η Ελλάδα αποφασίσει να αξιοποιήσει πιο επιθετικά τις κεφαλαιαγορές.
Οι εκλογές στην Ελλάδα
Όπως αναφέρει ο οίκος, στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθούν δεύτερες εκλογές στις 25 Ιουνίου, δεδομένης της αποτυχίας των κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Η Νέα Δημοκρατία απέδωσε πολύ πάνω από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 40% των ψήφων και καθιστώντας πιθανό να κερδίσει την επερχόμενη ψηφοφορία. Εάν η ΝΔ καταφέρει να εξασφαλίσει μια άνετη πλειοψηφία (κάτι που φαίνεται πιθανό δεδομένου ότι οι δεύτερες εκλογές θα επανέλθουν σε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, παρέχοντας στον νικητή 50 επιπλέον έδρες), αυτό θα μπορούσε να μειώσει τους κινδύνους πολιτικής αστάθειας και θα επιτρέψει τη συνέχεια της πολιτικής. Συνολικά, ο οίκος επισημαίνει ότι διατηρεί την πρόβλεψή ου ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα διατηρήσει καλές σχέσεις με την ΕΕ και άλλους εταίρους, διασφαλίζοντας τη μακροοικονομική σταθερότητα.
Ο τραπεζικός τομέας
Η ραγδαία βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων συνεχίστηκε το 4ο τρίμηνο του 2022, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να υποχωρεί στο 8,2% σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, αλλά με πιο ήπιο ρυθμό, καθώς οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων είναι πιθανό να είναι μικρότερες και η συνολική οικονομική δραστηριότητα υποχωρεί. Οι θέσεις ρευστότητας και κεφαλαίου του κλάδου είναι σταθερές, χωρίς δευτερογενείς επιπτώσεις μέχρι στιγμής από παγκόσμιες τραπεζικές αναταραχές το 1ο τρίμηνο του 2023. Η πιστωτική ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί το 2023, εν μέρει καθώς επιβραδύνθηκε ο εταιρικός δανεισμός, αλλά αναμένεται να επιταχυνθεί καθώς η ανάπτυξη αρχίζει να ενισχύεται το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Η επενδυτική βαθμίδα
Για όσους ανέμεναν για την Ελλάδα ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία αγνοείται από το 2010, οι προβλέψεις λένε πως αυτό θεωρείται ζήτημα λίγων μηνών, με τους περισσότερους αναλυτές να έχουν ήδη προεξοφλήσει τις αισιόδοξες εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου βρίσκεται μόλις στο 3,66%, με τα spreads έναντι των γερμανικών αποδόσεων να περιορίζονται μόλις στις 125 μονάδες βάσης. Την ίδια στιγμή, τα spreads της Ιταλίας ξεπερνούν τις 170 μονάδες.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη -σε συνδυασμό επίσης με την προσδοκία για μια αυτοδύναμη κυβέρνηση στις επαναληπτικές κάλπες η ελληνική αγορά εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2014, με τους επενδυτές να δηλώνουν άκρως ενθουσιασμένοι για τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές.