Έφυγε η Άννα Θεοφυλάκτου , είδηση που σκόρπισε τον θρήνο στον Ελληνισμό και τον Πόντο.
Η «τελευταία μεγάλη Κυρία του Ποντιακού Ελληνισμού»
Έφυγε από τη ζωή η Άννα Θεοφυλάκτου, η «τελευταία μεγάλη Κυρία του Ποντιακού Ελληνισμού», όπως αναφέρει το σωματείο δράσης Νίκος Καπετανίδης στο αποχαιρετιστήριό του για τη γυναίκα που αποτέλεσε «έναν φωτεινό φάρο ενότητας, αξιοπρέπειας, αξιοπιστίας και γνώσης, ως η κόρη του μεγάλου ανδρός πατέρα της Θεοφύλακτου Θεοφυλάκτου, που υπήρξε εκ των ιδρυτών της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης».
Η ίδια η Άννα Θεοφυλάκτου, όπως σημειώνεται, «υπήρξε ο κρίσιμος κρίκος της αλυσίδας, που συγκράτησε την θεσμική και ιστορική μνήμη της αστικής τάξης της Πατρογονικής Τραπεζούντας». Ως επί πολλά έτη πρόεδρος της Ιστορικής Μέριμνας Ποντίων Κυριών, που είχε την απαρχή της το 1904 στην Τραπεζούντα των Κομνηνών, «κράτησε σε ανυπέρβλητα ύψη το κύρος της Μερίμνης με το απαράμιλλο ήθος της, που αφειδώς διεσκόρπισε όχι μόνο στα άξια τέκνα της αλλά και σε όλα τα μέλη της Μερίμνης και ευρύτερα στην Ποντιακή Κοινότητα».
Το έργο της υπήρξε πολυσχιδές και πλούσιο και «ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι από σήμερα πιο φτωχός και ορφανός», αναφέρει το σωματείο δράσης Νίκος Καπετανίδης.
Το 2006, το ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε συναντήσει την Άννα Θεοφυλάκτου στο σπίτι της, στη Θεσσαλονίκη, και εκεί μας διηγήθηκε την ιστορία της ως η πρώτη γυναίκα οφθαλμίατρος στη Βόρεια Ελλάδα.
Ακολουθεί το κείμενο εκείνης της συνέντευξης
Ήταν 1η Απριλίου του 1943. Μεσούντος του πολέμου και της Κατοχής, οι πρώτοι φοιτητές της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης έπαιρναν το «βάπτισμα του πυρός» στους χώρους του Πειραματικού Σχολείου της πόλης. Εξήντα τρία χρόνια μετά, η Άννα Θεοφυλάκτου, μέλος εκείνης της ομάδας των φοιτητών, που έμελλε να γίνει η πρώτη γυναίκα οφθαλμίατρος της Βόρειας Ελλάδας και η πρώτη χειρουργός οφθαλμίατρος σε όλη την ελληνική επικράτεια, ξεδιπλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις αναμνήσεις της από εκείνη την περίοδο.
«Εμείς μπήκαμε στην ιατρική σαν αλεξιπτωτιστές. Δεν δώσαμε εξετάσεις γιατί μπήκαμε μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή. Το πρώτο μάθημα έγινε την 1η Απριλίου του 1943, στο Πειραματικό Σχολείο, από τον καθηγητή της ανατομίας, τον Νικόλαο Μιχαλακέα», θυμάται η κ. Θεοφυλάκτου και εξηγεί πως όλοι οι φοιτητές του πρώτου έτους λειτουργίας της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης ήταν εκ μετεγγραφής, αφού οι εγγραφές έπρεπε να γίνουν τον Οκτώβριο, ενώ τα μαθήματα άρχισαν τον Απρίλιο.
«Εγώ πήρα μετεγγραφή από την Αθήνα. Πολλοί πήραν από τη Φυσική, από τα Μαθηματικά. Ήμασταν πολλοί μαθητές για εκείνη την εποχή. Ήμασταν στο πρώτο έτος 400 άτομα. Γεγονός για την εποχή. Γυναίκες πρέπει να ήμασταν καμιά τριανταριά. Ήμασταν πολλοί, αλλά δεν τελείωσαν όλοι, ούτε γράφτηκαν όλοι για να τελειώσουν», σημειώνει και εξηγεί πως «πολλοί γράφτηκαν για να έχουν δικαίωμα στο συσσίτιο».
Όσοι έμειναν, έπρεπε να «παλέψουν» όχι μόνο με τις αντιξοότητες του πολέμου, αλλά και με τις έντονες αντιρρήσεις του τότε Ιατρικού Συλλόγου, ο οποίος ήταν αντίθετος με τη λειτουργία της Σχολής και έκανε αγώνα, όπως λέει χαρακτηριστικά η κ. Θεοφυλάκτου, για να την κλείσει.
«Ήμασταν αντιμέτωποι με τον ιατρικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, εμείς που αγωνιζόμασταν να μείνει η Σχολή», εξηγεί η κ. Θεοφυλάκτου, η οποία «κληρονόμησε» την αγάπη της για την Ιατρική και την οφθαλμολογία από τον πατέρα της, φτασμένο οφθαλμίατρο της εποχής και πρώτο Γενικό Διευθυντή Θράκης.
Χρειάστηκαν ατέλειωτες ώρες προσωπικής εργασίας και μεγάλες δόσεις εφευρετικότητας από την πλευρά των φοιτητών προκειμένου να λειτουργήσει η Σχολή.
«Είχαμε το μεγάλο κακό ότι δεν είχαμε υπόβαθρο. Και κάναμε μόνοι μας πολλές προσωπικές δουλειές […] Θυμάμαι, σε ορισμένα πράγματα που χρειαζόταν να βάλουμε τούβλα, καθόμασταν στη σειρά και ο ένας πετούσε τούβλα στον άλλο», λέει η κ. Θεοφυλάκτου και εξηγεί πως οι φοιτητές χρειαζόταν να επιστρατεύσουν όλη τους τη φαντασία προκειμένου να επιλύσουν προβλήματα όπως η έλλειψη παραθύρων στις αίθουσες του νεκροτομείου. «Πήγαμε στο τότε Δημοτικό Νοσοκομείο, το σημερινό “Άγιος Δημήτριος” και πήραμε τις ακτινογραφίες που είχαν για πέταμα. Βάλαμε ένα καζάνι που βράζαμε νερό, βουτούσαμε τις ακτινογραφίες και στη συνέχεια τις ξύναμε για να φύγει το χρώμα και τις κάναμε τζάμια και τις βάλαμε στα παράθυρά μας», σημειώνει.