Μηνύματα με πολλούς αποδέκτες για το θέμα της παράνομης εισόδου μεταναστών στον Έβρο έστειλε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, με συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό “action24”. Πρώτον, η κυβέρνηση είναι σταθερά δεσμευμένη στην πολιτική της, πολιτική αντιμετώπισης του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης. Δεύτερον, ο φράκτης θα επεκταθεί. Τρίτον, η Αστυνομία κάνει 900 αποτροπές στον Έβρο ημερησίως. Και, τέταρτον, όσοι αποπειρώνται να υποκαταστήσουν το κράτος «θα έχουν κακά ξεμπερδέματα».
Όπως είπε, «η κυβέρνηση είναι σταθερά δεσμευμένη στην πολιτική της, που είναι μια πολιτική αντιμετώπισης του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης. Πράγμα που σημαίνει για τον Έβρο, ότι όλα όσα έχουμε πει, ισχύουν και υλοποιούνται», διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας, εξειδικεύοντας εν συνεχεία:
«Ο φράχτης υλοποιείται, και όχι απλώς υλοποιείται, αλλά θα επεκταθεί. Θα έχουμε – και αυτό είναι μέτρο που εξήγγειλε ο Γιάννης Οικονόμου – ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων για καλύτερο έλεγχο στα σύνορα. Θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που έχουμε, για επιστροφές […] Το τελευταίο διάστημα η Ελληνική Αστυνομία κάνει στον Έβρο 900 αποτροπές ημερησίως».
Και, αμέσως μετά πρόσθεσε «αυτά τα λέω για ορισμένους που έρχονται και λένε ότι “έχει εγκαταλειφθεί η περιοριστική μεταναστευτική πολιτική”. Τα λέω για να καταλάβουμε τη φαιδρότητα και την επικινδυνότητα του φαινομένου των διαφόρων αυτοκλήτων, οι οποίοι αποφάσισαν να κάνουν τη δουλειά της Αστυνομίας. Η οποία κάνει 900 αποτροπές ημερησίως, αυτοί δεν ξέρουμε καν τι κάνουν… Το φαινόμενο είναι και άχρηστο και επικίνδυνο και έχει και στοιχεία γελοιότητας. Αλλά κυρίως, επικινδυνότητας».
Ενώ, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο κ. Βορίδης, αφού ανέφερε ότι όπου τελούνται παράνομες πράξεις, ασκούνται διώξεις, επίσης ότι οι ισχύουσες διατάξεις είναι επαρκείς, τόνισε: «Η επίσκεψή μας στον Έβρο ήταν ένα μήνυμα και προς αυτήν την κατεύθυνση. Εδώ υπάρχει ένας παραλογισμός που διακινείται μέσω των social (media). Εκεί, λόγω της ανωνυμίας, υπάρχει το… ό,τι να ‘ναι. Η ανεύθυνη διακίνηση, ενδεχομένως και ψευδών ειδήσεων, μπορεί να διαμορφώσει ένα κλίμα. Εκεί χρειάζεται μια επίμονη και συστηματική προσπάθεια από εμάς, προκειμένου να δίνουμε στους πολίτες τα πραγματικά δεδομένα. Όταν έχουν αυτά οι πολίτες […] όταν η αστυνομία κάνει 900 αποτροπές, εσύ θα έρθεις να κάνεις τι;», διερωτήθηκε και συνέχισε:
«Προφανώς κάποιοι (σ.σ. μετανάστες) εξακολουθούν να περνάνε, αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί πλήρως». Αλλά, ο κάθε ένας «ούτε επιτρέπεται ούτε προβλέπεται ούτε έχει τη δυνατότητα, την εκπαίδευση και τα εχέγγυα που απαιτούνται προκειμένου να κάνει τέτοιου τύπου ενέργειες. Η Ελλάδα είναι ευνομούμενο κράτος έχει κανονικά συντεταγμένη πολιτεία. Όποιοι έχουν αποπειραθεί – γιατί τα έχουμε ζήσει στο παρελθόν τα φαινόμενα αυτά με τη Χρυσή Αυγή – να υποκαταστήσουν δήθεν το κράτος, όσοι εμπλέκονται σε αυτά να ξέρουν ότι θα έχουν κακά ξεμπερδέματα. Δεν είναι δουλειά κανενός να παριστάνει ότι υποκαθιστά το κράτος. Το κράτος είναι εκεί, κάνει τη δουλειά του, επιμένει, είναι συστηματικό σε αυτό […] αυτά είναι πράγματα επικίνδυνα, καταδικαστέα και αξιόποινα».
Επανερχόμενος στον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής για το ζήτημα της μετανάστευσης, «η θέση μας είναι καθαρή. Η περιοριστική μεταναστευτική πολιτική βρίσκεται στον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής, θα συνεχίσουμε να κάνουμε ακριβώς ό, τι μπορούμε προκειμένου να σταματήσει αυτό το φαινόμενο. Προφανώς έχει αυξημένη πολυπλοκότητα που όλοι την ξέρουμε, και προφανώς έχει να κάνει και με την Τουρκία. Πολλά πράγματα έχουν να κάνουν με την Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμείς δεν έχουμε την ευθύνη να κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε. Για αυτό σας έδωσα τον αριθμό, γιατί είναι εντυπωσιακός για τη δουλειά που κάνει η Ελληνική Αστυνομία στον Έβρο».
Στο ερώτημα δε, εάν εκτιμά ότι είμαστε ενώπιον ενός νέου μεταναστευτικού κύματος, ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε εν πρώτοις ότι το φαινόμενο έχει φάσεις ανόδου και φάσεις υποχώρησης. Όμως, συμπλήρωσε, «εκείνο το οποίο κατορθώσαμε την τελευταία τετραετία, είναι ότι η Ελλάδα έγινε μια λιγότερο ελκυστική είσοδος από ό,τι η Ιταλία ή η Ισπανία. Το να πούμε ότι θα εξαλειφθεί το φαινόμενο της μεταναστευτικής πιέσεως, είναι κάτι που θέλει πολλές σύνθετες και διεθνείς δράσεις», κατέληξε.
Στο θέμα των πυρκαγιών, ξεκίνησε από τη διαπίστωση ότι «ήταν από τα χειρότερα καλοκαίρια που είχαμε». Ενώ, ως προς τα αριθμητικά στοιχεία, παρατήρησε, πάντως, ότι «όπως θα σας πουν οι δασικοί, αυτό που αποτυπώνεται ως καμένη έκταση», μπορεί και να μην είναι εν τέλει. Επικαλέστηκε, μάλιστα, το περυσινό παράδειγμα του δάσους της Δαδιάς, εκεί όπου από τις καταχωρηθείσες ως καμένες εκτάσεις, τελικώς «το 50% δεν είχε καεί», γιατί κάποια δέντρα δεν είχαν πιάσει φωτιά. Και, σε σχέση με την τωρινή καταστροφή, «η εκτίμηση της Δασικής Υπηρεσίας είναι ότι το 30% δεν θα έχει καεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάηκαν πολλά στρέμματα […] είχαμε μια πολύ κακή χρονιά», αναγνώρισε.
Κατά την άποψή του δε, το θέμα δεν ενδείκνυται για πολιτική αντιπαράθεση, «όχι γιατί την φοβόμαστε», αλλά γιατί δεν υπάρχουν στρατηγικές και τακτικές διαφωνίες μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, όπως είπε. «Ενώ έχουμε αυξήσει τα αεροπλάνα, το προσωπικό μας, τους εθελοντές μας, τα οχήματά μας, ενώ έχουμε βελτιώσει το συντονιστικό κέντρο, γιατί από πέρυσι σε φέτος έχουμε μια χειρότερη χρονιά;», διερωτήθηκε και απάντησε: «Γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς».
Επικαλέστηκε, στο σημείο αυτό, και τη μαρτυρία του Αρχηγού της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος «υπηρετεί 32 χρόνια στο Σώμα και λέει, “εγώ, σε ολόκληρη την καριέρα μου, δεν έχω συναντήσει τέτοιες συνθήκες ποτέ”». Ενώ έθεσε, ταυτοχρόνως, τον προβληματισμό ότι το να είναι έτοιμο το κράτος, κάθε χρόνο, και για το πιο ακραίο σενάριο, «τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πληρώνουμε ένα πολύ μεγάλο κόστος».
Στο σκέλος της καταγραφής των ζημιών, «έχουμε περιορισμένες ζημιές στο επίπεδο των οικιών, 20 έως 30 στην Αλεξανδρούπολη, σε κάποιους άλλους πληγέντες οικισμούς άλλες 10, και άκουσα ότι σε έναν οικισμό στη Ροδόπη υπάρχουν 50, αλλά πρέπει να το δούμε». Τα σπίτια θα αποζημιωθούν μέσω της γνωστής διαδικασίας. «Ήδη ξεκίνησαν οι καταγραφές και τα πρώτα ποσά, τα οποία αφορούν στην απώλεια οικοσκευών, θα μπουν ενδεχομένως στις επόμενες 15 ως 20 ημέρες», συμπλήρωσε.