Ο Μιχάλης Δανιήλ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1928 στη Μόρφη και ήταν ο μικρότερος από τους τέσσερις γιους της οικογένειάς του. Δυο από τα μεγαλύτερα αδέρφια του ασχολούνταν με τη μουσική. Ο ένας ήταν ο βυζαντινός ψάλτης του χωριού, ενώ ο άλλος δάσκαλος που ασχολήθηκε με το βιολί. Και έτσι, το βιολί έμελλε να είναι το πρώτο όργανο του νεαρού Μιχαήλ. «Ακόμη και ως παιδί, ήταν τέτοιο το πάθος του για τη μουσική που κατά τη γερμανική κατοχή του χωριού του το 1941, ο Μιχαήλ κρυβόταν στη δεξαμενή συλλογής νερού στη στέρνα για να εξασκείται το βιολί. Μετά την κατοχή, στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου, κατέφυγε στο Τσοτύλι, όπου σπούδασε ιδιωτικά με έναν Ελληνοαμερικανό δάσκαλο μουσικής», ανέφερε ο εκπαιδευτικός Κώστας Τσώνης παρουσιάζοντας τον συγχωριανό του και τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, που οργανώθηκε παραμονές Δεκαπενταύγουστου στην πλατεία της Μόρφης.
«Αν αγαπήσεις έναν άνθρωπο, κάνεις πολλά»
Το 1949, αφότου έχασε τη μητέρα του, ο Μάικ πήγε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει σε Ωδείο και πέρασε δυο χρόνια εργαζόμενος σε νυχτερινά κέντρα. Οι απαιτήσεις της δουλειάς τον ανάγκασαν να αφήσει το βιολί και να στραφεί σε ένα πιο δημοφιλές όργανο, το ακορντεόν. Το 1954 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ελένη.
«Σε αγαπούσα τρία χρόνια, όμως δεν έβρισκα τη λέξη να στο πω, μα ένα βράδυ με τ’ αστέρια βρήκα τη λέξη να σου πω, πως σ’ αγαπώ. Θυμάμαι. Θυμάμαι κάποια πόρτα παλιά. Αυτό έγινε εδώ, στην πόρτα της γιαγιάς μου. Κι εκεί θυμάμαι το γλυκό της φιλί», σιγοτραγουδάει ο Μιχάλης Δανιήλ δείχνοντας την πόρτα ενός παλιού πέτρινου σπιτιού στη αρχοντική Μόρφη και αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς ξεκίνησε το παραμύθι του αμερικανικού ονείρου κι ένας έρωτας που επτά δεκαετίες αργότερα δεν κρύβεται, καθώς κοιτάζει την Ελένη του, η οποία τον συμπληρώνει: «Ερχόταν να δει τη γιαγιά του και τραγουδούσε από εκεί να ακούσω κι εγώ. Εκείνα τα χρόνια ήταν αυστηρά, δεν έπρεπε να αγαπήσεις για να παντρευτείς. Σου έλεγαν οι άλλοι ποιον θα αγαπήσεις. Οι γονείς μου δεν έφεραν αντίρρηση, αλλά ο πατέρας του, οι συννυφάδες μου και η πρώτη του ξαδέλφη δεν ήθελαν τον γάμο μας, ως και στον παπά είχαν πει να μη μας δώσει άδεια».
«Έφυγα από το σπίτι ένα βράδυ που είχαν κοιμηθεί όλοι, γιατί θα με κλείδωνε ο μπαμπάς. Ήταν μεσάνυχτα και χιόνιζε, πήρα το βιολί και περπάτησα τη νύχτα 15 χιλιόμετρα μέχρι το Τσοτύλι, έψαχναν να με βρούνε, ο αδελφός μου φοβόταν ότι θα με έτρωγαν οι αρκούδες. Την κοπάνησα. Αν αγαπήσεις έναν άνθρωπο, κάνεις πολλά» θυμάται ο Μιχάλης Δανιήλ.
«Ταξίδι στο όνειρο με εισιτήριο το βιολί και πενήντα δολάρια στην τσέπη»
Το νιόπαντρο ζευγάρι έφυγε από το χωριό, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη κι ο νεαρός τότε Μιχάλης ξεκίνησε να δουλεύει ως μουσικός στο νυχτερινό κέντρο «Χορτατζήδες». Εκεί συνάντησε κι έναν πολλά υποσχόμενο τότε νέο τραγουδιστή, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.