«The boy publisher», το «αγόρι- εκδότης». Έτσι αποκαλούσαν τον Ρούπερτ Μέρντοχ όταν ξεκίνησε την καριέρα του στον χώρο των εκδόσεων. Ήταν μόλις 21 όταν κληρονόμησε τον μικρό όμιλο εφημερίδων του πατέρα του και λίγοι φαντάζονταν ότι αυτό που ονειρευόταν, δηλαδή μια «διεθνή καριέρα», θα το πετύχαινε.
Ακόμα πιο λίγοι θα φαντάζονταν ότι ένας εκδότης ο οποίος είχε στο γραφείο του το «κόκκινο δωμάτιο», όπως ονόμαζε τον χώρο στον οποίο φιλοξενούσε μια προτομή του Λένιν, θα γινόταν ίσως ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική σκηνή παγκοσμίως. Και ότι ο όμιλος που θα δημιουργούσε, θα έμπαινε στο επίκεντρο κατηγοριών -σε όλο τον πλανήτη!- ότι διαστρεβλώνει συστηματικά τις ειδήσεις ώστε να διασφαλίσει ότι θα εκλεγούν οι πολιτικοί του σύμμαχοι. Τι δρόμο θα διαλέξει, λοιπόν, τώρα, ο διάδοχος και γιος του Λάχλαν;
Η αρχή
Στα 92 του χρόνια, ο αμφιλεγόμενος αλλά πανίσχυρος μεγιστάνας των ΜΜΕ αποφάσισε να αποσυρθεί από τη θέση του προέδρου του ομίλου News Corp και της Fox, σηματοδοτώντας το τέλος μιας πολυτάραχης 70ετούς καριέρας (αν και η ανακοίνωσή του αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, μιας και ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει στο προσωπικό ότι θα είναι παρών και την επόμενη μέρα). Μιας καριέρας που είχε πάντως… προσχεδιάσει, εάν σκεφτεί κανείς ότι από τα μαθητικά του χρόνια, ο Ρούπερτ Μέρντοχ είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει τη σχολική εφημερίδα.
Δεν ήταν και μεγάλη έκπληξη αυτή από την άλλη. Ο πατέρας του, Sir Κιθ Μέρντοχ, ήταν από τους πλέον γνωστούς ρεπόρτερ της Αυστραλίας, αλλά και ιδρυτικό μέλος της Δημοσιογραφικής Ένωσης της χώρας. Άλλωστε, ως το 1930 ο Κιθ Μέρντοχ είχε δημιουργήσει έναν μικρό όμιλο από εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, με τον οποίο στήριζε την αυστραλιανή δεξιά. Δεν θα κράταγε πολύ αυτό, ωστόσο.
Το 1952, ο Sir Κιθ έφυγε από τη ζωή και ο όμιλος ήταν πνιγμένος στα χρέη. Όταν ο μόλις 21χρονος Ρούπερτ τον πήρε στα χέρια του, αναγκάστηκε να πουλήσει τα πάντα, κρατώντας μόνο την Adelaide News. Ήταν η κορωνίδα στο στέμμα η εφημερίδα που κράτησε, με κυκλοφορία περίπου 75.000 φύλλων ημερησίως.
Ο μικρός στην ηλικία, αλλά πολύ οργανωτικός, παρεμβατικός και ιδιαίτερα σκληρός Ρούπερτ, άλλαξε τα πάντα. Από εκεί έδειξε ότι η παρεμβατικότητά του σε όλα τα στάδια της έκδοσης της εφημερίδας θα του γινόταν… συνήθεια. Ο Μέρντοχ άλλαξε το layout, χρησιμοποιώντας μεγαλύτερους τίτλους και πιο “πιασάρικα” θέματα ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού και να επιβληθεί στους ανταγωνιστές του. Κατά πολλούς, ο Μέρντοχ είχε μόλις εφεύρει την τεχνική του tabloid. Και αυτή η τεχνική δούλεψε.
Ως το 1964, με τα κέρδη που του απέφερε η εφημερίδα, επιδόθηκε σε ένα μπαράζ εξαγορών εφημερίδων σε κάθε πολιτεία της αχανούς Αυστραλίας και, όταν αγόρασε και το αρχαιότερο έντυπο της χώρας, τον ιστορικό The Australian, ετοίμασε… βαλίτσες. Πρώτος σταθμός, ήταν η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου παρότι ο μεγάλος στόχος που είχε πάντα στο μυαλό του, ήταν η κατάκτηση της αμερικανικής αγοράς. Κάτι που τότε, βέβαια, φάνταζε σε αστείο βαθμό ακατόρθωτο.
Το πρώτο βήμα το έκανε το 1968, όταν αγόρασε τη βρετανική News of the World και, με ρυθμό… τρεξίματος, έναν χρόνο αργότερα αγόρασε και τη Sun. Και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει: Έγραφε μόνος του τους τίτλους και επανασχεδίαζε τις σελίδες, με στόχο να ακολουθούν τη συνταγή “sex and sensation” και να είναι πιο εντυπωσιακά όλα “στο μάτι”.
Έτσι, η Sun έγινε γρήγορα tabloid και η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Μεγάλης Βρετανίας. Και νομοτελειακά, ως το ‘86 αγόραζε τις βρετανικές Times και Sunday Times. Αλλά δεν θα ήταν όλα ρόδινα.
Όσο κυνική ήταν η συμπεριφορά του απέναντι στους δημοσιογράφους (για τους οποίους έλεγε ότι «δεν παρεμβαίνω στη δουλειά τους, απλά την κάνω για όσους δεν την ξέρουν») ακόμα σκληρότερη ήταν προς τους υπόλοιπους εργαζόμενους του. Εν μία νυκτί, για παράδειγμα, αποφάσισε να μετακινήσει τις τέσσερις εφημερίδες που κατείχε σε ένα τεράστιο πιεστήριο στο Λονδίνο, απολύοντας 5.000 εργαζόμενους. Ξέσπασε «πόλεμος» με απεργίες και επεισόδια ο οποίος μεταφέρθηκε και στα δικαστήρια, με τον Μέρντοχ να κερδίζει.
Στο μεταξύ, από το ‘76 ο Μέρντοχ είχε πατήσει το πόδι του στην αμερικανική αγορά με την -tabloid, φυσικά – New York Post και, μια δεκαετία αργότερα, με την εξαγορά της 20th Century Fox, η οποία θα δημιουργούσε τον τηλεοπτικό κολοσσό Fox, θα είχε στα χέρια του την πιο προσοδοφόρα βιομηχανία των ΗΠΑ, ένα κινηματογραφικό στούντιο του Χόλιγουντ.