Η Γερμανία «πληρώνει το τίμημα του φρένου χρέους της», δηλώνει σε συνέντευξή του σε πολλά ευρωπαϊκά μέσα, ανάμεσά τους και η εφημερίδα Handelsblatt, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Pierre-Olivier Gourinchas αναφερόμενος στις δυσμενείς επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας και υποστηρίζοντας την ανάγκη για μεταρρύθμιση που θα έδινε στο Βερολίνο περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών.
«Η Γερμανία πληρώνει το τίμημα του πολύ σκληρού φρένου χρέους (…) Η καλύτερη λύση θα ήταν η άμβλυνση αυτού του κανόνα», δηλώνει ο γάλλος οικονομολόγος.
«Οι ανάγκες διαρθρωτικών δαπανών της Γερμανίας αυξάνονται, είτε αυτές αφορούν την προστασία του Κλίματος, την αμυντική πολιτική ή την ενεργειακή ανεξαρτησία», εξηγεί αποδοκιμάζοντας το γεγονός ότι η Γερμανία θυσιάζει επενδυτικές δαπάνες για να στηρίξει την ανάπτυξη.
Ακόμη περισσότερο που η πρώτη ευρωπαϊκή οικονομία έχει τα μέσα για να το κάνει: «Η Γερμανία βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από ορισμένους ευρωπαίους εταίρους της. Το γερμανικό χρέος βρίσκεται υπό απόλυτο έλεγχο», τονίζει ο οικονομολόγος.
Το φρένο χρέους, που εντάχθηκε το 2009 στα γερμανικά συνταγματικά κείμενα, απαγορεύει στην κυβέρνηση να δανείζεται πέραν του 0,35% του ΑΕΠ της ετησίως με στόχο τον περιορισμό του όγκου του δημόσιου χρέους.
Ομως, η Γερμανία έχει ανάγκη επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ για να εφαρμόσει την κλιματική μετάβαση και την αναμόρφωση της βιομηχανίας της, που πλήττεται από τις αυξημένες τιμές της ενέργειας και τον αμερικανικό και κινεζικό ανταγωνισμό.
«Εάν δεν γίνουν τώρα επενδύσεις, η χώρα κινδυνεύει από αποβιομηχάνιση και μαζική απώλεια ευημερίας στο μέλλον», προειδοποιεί από την πλευρά του ο γερμανός οικονομολόγος Sebastian Dullien, πρόεδρος του ινστιτούτου IMK του Βερολίνου σε συνέντευξή του στον όμιλο Τύπου Funke.
Η γερμανική οικονομία σημείωσε μία από τις χειρότερες επιδόσεις της ευρωζώνης με μείωση κατά 0,3% το 2023 επιβαρυμένη από την επιβράδυνση της βιομηχανίας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε τον Νοέμβριο με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που απέρριψε, στο όνομα του φρένου χρέους, την χρησιμοποίηση επενδυτικών πιστώσεων ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ.