«Οταν τη 12η Νοεμβρίου του μακρινού πια 1991 περνούσα την πόρτα του ιστορικού γραφείου του Αλεξάνδρου Λυκουρέζου, στην οδό Δημοκρίτου 19 στο Κολωνάκι, και ξεκινούσα τη συνεργασία μαζί του, δεν θα μπορούσα τότε στα 30 μου να φανταστώ ότι θα ερχόταν η ώρα να του ευχηθώ για τα 90 του χρόνια που έκλεισε την περασμένη Κυριακή, 4/2/2024. Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση γράφω αυτές τις λίγες γραμμές για τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη αλλά και τον διαπρεπέστερο ποινικολόγο της Ελλάδος των τελευταίων 50 ετών.
Στα 10 χρόνια (1991-2001) που υπήρξα συνεργάτης του μέχρι την ίδρυση του δικού μου γραφείου είχα την ευκαιρία να μετάσχω σε ιστορικές ποινικές δίκες και υπό την αυστηρή διδασκαλία, καθοδήγηση και ενθάρρυνσή του, συνδυασμένη πάντα με μια φυσική ευγένεια και τρυφερότητα του χαρακτήρα του, να ανοίξω τα φτερά μου και να εξελιχθώ στον ποινικολόγο που είμαι σήμερα. Πάντα οι αντιφάσεις ήταν στοιχείο της προσωπικότητάς του, γεγονός που πολλές φορές έχει παραδεχθεί και ο ίδιος. Εγώ δεν θα έμενα όμως στις αντιφάσεις, παρά θα επικέντρωνα στην ανατροφή, στην παιδεία, στις γνώσεις, στην ευφυΐα που συγκρότησαν τελικά τη μοναδική προσωπικότητα που λέγεται Λυκουρέζος. Η λαμπρή οικογενειακή παράδοση του παππού του Κωνσταντίνου και του πατέρα του Παυσανία στη δικηγορία και στην πολιτική είχαν ήδη χαράξει τον δρόμο της ζωής του.
Οπως η δημοκρατία μας κλείνει φέτος μισό αιώνα ζωής, έτσι και η καριέρα του Αλεξάνδρου -που ξεκίνησε λίγο πριν τη δικτατορία- έχει ως συμβολική αρχή τη μήνυση που πρώτος κατέθεσε κατά των πρωταιτίων της χούντας την 9η Σεπτεμβρίου του 1974. Ακολούθησαν χιλιάδες δίκες που δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να τις αναφέρει ή να τις περιγράψει. Αποτελούν ούτως ή άλλως σημαντικό μέρος της δικαστικής ιστορίας του τόπου. Και μπορεί σε αυτή την πρώτη μεταπολιτευτική υπόθεση ο Λυκουρέζος να ήταν μηνυτής, όλη του όμως η ζωή και η καριέρα ταυτίστηκε με τον τίτλο του υπερασπιστή. Αυτή ήταν και μία από τις παρακαταθήκες του στον γράφοντα που σε όλη την έως τώρα σταδιοδρομία μου υπήρξα και είμαι υπερασπιστής στο πλευρό πάντοτε των κατηγορουμένων και των διωκομένων (εκτός από τις δύο υποθέσεις της «17 Νοέμβρη» και του δυστυχήματος των Τεμπών, στις οποίες εκπροσώπησα τα θύματα).
Ο Λυκουρέζος λατρεύει την επιστήμη του Ποινικού Δικαίου, έχει βαθιές γνώσεις στα νομικά, τα οποία καλλιέργησε στην Ελλάδα και τη Γερμανία, και ένα φυσικό ταλέντο που του έδωσε την άνεση να χειρίζεται εξαιρετικά τις δικογραφίες, είτε στο στάδιο της προδικασίας είτε στο ακροατήριο. Είχε και έχει μεγάλη αδυναμία στην τάξη και τη λεπτομέρεια. Ιστορικές θα μείνουν για τους συνεργάτες του οι εκρήξεις του όταν έλειπε κάποιο έγγραφο από τις δικογραφίες ή όταν ένα υπόμνημα δεν ήταν τέλειο, όπως εκείνος το ήθελε. Αυτό όμως δεν ήταν ιδιοτροπία, αλλά έδειχνε την αγωνία και τον σεβασμό του έναντι του εντολέα, τις περισσότερες φορές κρατουμένου, που του είχε εμπιστευτεί τη ζωή του και την ελευθερία του. Η οργάνωση του υλικού των δικογραφιών και της νομολογίας, η εξονυχιστική προετοιμασία των δικών και η επιμελής αλληλογραφία και ενημέρωση του πελάτη αποτέλεσαν οδηγό για πολλά ποινικά γραφεία και εκατοντάδες νέους ποινικολόγους.
Ολοι οι συνεργάτες του θυμόμαστε τα κατά καιρούς επαινετικά σχόλια, είτε στο ακροατήριο, είτε κατ’ ιδίαν, δικαστών, εισαγγελέων και γραμματέων για τα δικόγραφά του. Οι έπαινοι όμως μέσα στις δεκαετίες της σταδιοδρομίας του και από συνταξιούχους και από εν ενεργεία δικαστές αφορούσαν κυρίως το ήθος και την ευγένειά του προς τα δικαστήρια σε όλες τις δίκες όπου μετείχε, πολλές από τις οποίες ήταν εξαιρετικά φορτισμένες, είτε λόγω της βαρύτητας των αδικημάτων, είτε λόγω της σφοδρής αντιδικίας. Η στάση ζωής αυτή ας αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για όσους ελάχιστους νεότερους ή πρεσβύτερους δικηγόρους επιτίθενται ή προσβάλλουν, με ανοίκειο τρόπο, τους δικαστές ή τους συναδέλφους τους. Η αστική ανατροφή του, η παιδεία του και η αίσθηση του χιούμορ ήταν καθοριστικοί παράγοντες για την πορεία του στην ποινική δικηγορία.
Αυτή η καλλιέργεια άλλωστε τον απέτρεπε σε όλη του τη ζωή από το να αναφέρεται στις δικαστικές του επιτυχίες ή να αυτοδοξάζεται. Μισεί τις κενές περιεχομένου ρητορείες, τις πομφόλυγες, τις υπερβολές, την απεραντολογία. Επικεντρώνει πάντοτε στα ουσιαστικά επιχειρήματα ώστε να φέρει σε πέρας κατά τον καλύτερο τρόπο το υπερασπιστικό του καθήκον. Η άνεση στον χειρισμό ξένων γλωσσών, οι βαθιές του γνώσεις για το θέατρο, τη φιλοσοφία, την ιστορία, τη μουσική, τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο και η στενή φιλία με κορυφαίους συγγραφείς, ποιητές, συνθέτες, ηθοποιούς, πολιτικούς συνέθεσαν αυτή την πολυσχιδή προσωπικότητα.
Ολα δε τα στοιχεία αυτά και ο συνδυασμός τους οδήγησαν στο να καταστεί και να αναγνωριστεί αδιαμφισβήτητα ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος ως ο κορυφαίος ποινικολόγος των τελευταίων 50 ετών και ως ο δικηγόρος που ταύτισε στη συνείδηση όλων των Ελλήνων το επάγγελμά του με το όνομά του. Στον δάσκαλό μου και μέντορά μου, στον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη, εύχομαι τώρα που πορεύεται στο «Λυκόφως των Θεών» -για να θυμηθώ και τον αγαπημένο του Richard Wagner-, με πλήρεις όμως τις πνευματικές του δυνάμεις και με ενθουσιασμό εφήβου για τα ποινικά δικαστήρια, να του δίνει ο Κύριος υγεία και δύναμη ψυχής, έχοντας την πεποίθηση και τη βεβαιότητα ότι ο Αλέξανδρος που γεννήθηκε την 4/2/1934 έγινε τελικά ο Μέγας Αλέξανδρος της Ποινικής Δικηγορίας».
* Ο Σάκης Κεχαγιόγλου είναι ποινικολόγος και Αρχων Δικαιοφύλαξ του Οικουμενικού Θρόνου