Κλίμα ανησυχίας επικρατεί στη Γαλλία αναφορικά με το ουκρανικό ζήτημα για το οποίο ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν διοργανώνει διεθνή διάσκεψη στο Παρίσι την ερχόμενη Δευτέρα, κατα τη διάρκεια της οποίας, όπως ανακοίνωσε το Ελιζέ, θα συναντηθεί με «αρκετούς αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων ή τους εκπροσώπους τους υπουργούς». Σύμφωνα με το Ελιζέ στόχος της διάσκεψης είναι να «μελετηθούν τα διαθέσιμα μέσα για την ενίσχυση της συνεργασίας των εταίρων για την υποστήριξη της Ουκρανίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα δυο πρώην υπουργοί προσκείμενοι στον σοσιαλιστικό χώρο, ο Ιμπέρ Βεντρίν, πρώην υπουργός Εξωτερικών και ο Ζαν Πιέρ Σεβενεμάν, πρώην υπουργός Άμυνας, ανέφεραν σε κοινή δήλωση που εξέδωσαν ότι η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε διεθνείς εξελίξεις που δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Προς τον σκοπό αυτόν κρίνουν πως είναι σκόπιμο να γίνει στη γαλλική Εθνοσυνέλευση «μια πολιτική συζήτηση επί της ουσίας» η οποία θα περιλαμβάνει τόσο τη συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Γαλλίας και Ουκρανίας την περασμένη Παρασκευή όσο και τη «δημόσια συζήτηση» για τον «εξευρωπαϊσμό της πυρηνικής αποτροπής», την οποία μόνο η Γαλλία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ως γνωστόν, διαθέτει. «Είναι θέμα δημοκρατίας», τονίζουν και προειδοποιούν ότι η Γαλλία πρέπει «να λάβει σημαντικές αποφάσεις», και υπό το πρίσμα «προθεσμιών, που θα είναι δύσκολες», ενώ εκ παραλλήλου δεν κρύβουν και την ανησυχία τους σε σχέση με τις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ.
Την ανάγκη της συνέχισης της στήριξης που παρέχει η Γαλλία στην Ουκρανία υπογράμμισε εξάλλου σε συνέντευξή του στην France Info ο αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, Ζαν Νόελ Μπαρό. «Ο αγώνας των Ουκρανών είναι και δικός μας» τόνισε, εκτιμώντας ότι «πρέπει να προχωρήσουμε παραπέρα και να εμβαθύνουμε την υποστήριξή μας», ιδίως επειδή «αντιστεκόμενοι στον Ρώσο εισβολέα, οι Ουκρανοί πολεμούν για την ακεραιότητα της Ουκρανίας, αλλά παλεύουν επίσης για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την ασφάλεια της Γαλλίας». Όπως εξήγησε, «αν έπεφτε η Ουκρανία», η Ρωσία «θα μετακινούσε τη γραμμή του μετώπου προς τη Δύση». Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η Γαλλία είναι «ήδη ο στόχος της βούλησης του Πούτιν για σκόπιμη επιθετικότητα στον κυβερνοχώρο, στον τομέα της πληροφόρησης».
«Με πληροφοριακούς ελιγμούς και τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, ο Πούτιν θέλει να αποδυναμώσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης για την Ουκρανία, κάνοντας τους ανθρώπους να πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Ρωσία έχει ήδη κερδίσει τον πόλεμο ή ότι ο πόλεμος κοστίζει στον γαλλικό λαό περισσότερο από ό,τι του αποφέρει», υποστήριξε ο Ζαν Νόελ Μπαρό.
Την αύξηση των ρωσικών απειλών και επιθετικότητας εναντίον της Ευρώπης γενικά, και κατά της Γαλλίας ειδικότερα, επισημαίνει και το γαλλικό Ινστιτούτο Montaigne, εκτιμώντας πως το επίπεδο «στιβαρότητας και αποφασιστικότητας» έναντι της Ουκρανίας έχει φτάσει σε «νέο ορόσημο». «Υπάρχει σήμερα στη Γαλλία μια σαφής επιθυμία να αλλάξουμε τη δέσμευσή μας σε κλίμακα και φύση» επισημαίνει σε κείμενό του το Ινστιτούτο, σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Figaro, εκτιμώντας ότι η μετατόπιση υποκινήθηκε από την αύξηση των ρωσικών απειλών και της επιθετικότητας εναντίον της Ευρώπης γενικά, και κατά της Γαλλίας ειδικότερα, που αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς, στρατιωτικούς, πληροφορίες, κυβερνοχώρο.
Τέλος, διατυπώνοντας την άποψή του για τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενδεχόμενη έκβασή του και τις συνέπειες για την Ευρώπη, o Τιερί ντε Μοντμπριάλ, πρόεδρος και ιδρυτής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (IFRI), ανέφερε ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια διολίσθηση και μια στροφή στα άκρα, που περιλαμβάνει πυρηνική αποτροπή», ότι η Ρωσία βρίσκεται σε ενισχυμένη θέση οικονομικά και στρατιωτικά, σε σύγκριση με αυτό που πίστευαν πολλοί πριν από ένα χρόνο και ότι η έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα εξαρτηθεί κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Υποστηρίζει ακόμα ότι «εγκατάλειψη των Ουκρανών θα κατέστρεφε την ΕΕ με τον πιο προφανή τρόπο», αλλά ως προς το ερώτημα, μέχρι ποιο βαθμό πρέπει η ΕΕ να υποστηρίξει την Ουκρανία, αναφέρει: «Σε στρατιωτικό επίπεδο, ορισμένοι μιλούν για μετάβαση σε μια πολεμική οικονομία. Αλλά μια πολεμική οικονομία είναι μια κατευθυνόμενη, ελεγχόμενη οικονομία, όπου υπερβαίνουμε το πλαίσιο ενός δημοκρατικού Συντάγματος, όπου απαιτούμε από τις εταιρείες να εγκαταλείψουν τις συνήθεις δραστηριότητές τους υπέρ των όπλων ή άλλων υλικών, που είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Σε αυτό το στάδιο, αμφιβάλλω αν οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί, οι Ισπανοί ή οι Ιταλοί μεταξύ άλλων θα συμφωνήσουν να μπουν σε μια πολεμική οικονομία».