Ο αστυνομικός απολογήθηκε με υπόμνημα αλλά και μέσω ερωτήσεων που δέχτηκε από τον ανακριτή. Αρχικά αρνήθηκε το σύνολο των κατηγοριών που του αποδίδονται, επανέλαβε αρκετές φορές πως ουδέποτε κακοποίησε σεξουαλικά τα παιδιά του και πως όλα αυτά είναι μυθεύματα της φαντασίας της συζύγου του και οφείλονται σε συγκεκριμένη ψυχική νόσο (διπολική διαταραχή) από την οποία πάσχει εδώ και έναν χρόνο και για την οποία της είχε συνταγογραφηθεί αγωγή. Γι αυτό και το Φεβρουάριο που τον κατήγγειλε για ενδοοικογενειακή βία αμέσως μετά ανακάλεσε.
Ωστόσο τα κορίτσια της οικογένειας που βρίσκονται σε ειδικά προστατευμένο περιβάλλον, έχουν εξεταστεί από παιδοψυχολόγους και ειδικούς γιατρούς και σε όλους έχουν πει ότι και οι δύο γονείς τους τις κακοποιούσαν. Εχουν περιγράψει δε με λεπτομέρειες τον εφιάλτη που βίωναν, επαναλαμβάνοντας ότι η κακοποίηση προερχόταν και από πατέρα και από μητέρα.
Η κατάθεση του αστυνομικού της Βουλής στον ανακριτή
Ο 45χρονος διερωτήθηκε απευθυνόμενος στον ανακριτή πώς γίνεται η σύζυγος του να εργάζεται σε ένα κτίριο όπου υπηρετούν χιλιάδες αστυνομικοί και να εξαναγκαζόταν για χρόνια να κάνει ασελγείς πράξεις στα παιδιά τους χωρίς κανείς να αντιληφθεί το οτιδήποτε.
Ο αστυνομικός αρνήθηκε ακόμη και την παραμικρή σωματική κακοποίηση των παιδιών του, λέγοντας πως έδωσε ένα χαστούκι μια φορά μόνο στον μεγάλο γιο του για κάτι που έκανε στο σχολείο. Ο αστυνομικός ερωτήθηκε για την πτώση του γιου του από το μπαλκόνι πριν τέσσερα χρόνια και είπε ότι ήταν ατύχημα.
Ισχυρίστηκε πως οι κόρες του κατέθεσαν επιβαρυντικά για τον ίδιο γεγονότα επειδή χειραγωγήθηκαν από τη μητέρα τους. Είπε πως του λείπουν τα παιδιά του πολύ και πως έχει να τα δει 14 ημέρες και λυπάται ιδιαίτερα που στιγματίζονται με όλα αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Διευκρίνισε πως πριν από λίγες ημέρες η σύζυγός του, τον κατήγγειλε ξανά για ενδοοικογενειακή απειλή γιατί της είπε «θα σου κόψω τα πόδια» και το παρερμήνευσε.
Μέσω της απολογίας του προσπάθησε να εξηγήσει και το πώς βρέθηκε στο ψυχιατρείο. Όταν πριν από λίγες ημέρες καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους για την ενδοοικογενειακή βία του απαγορεύτηκε να πλησιάζει την σύζυγό του και έπρεπε να φύγει από το σπίτι τους.
Κατόπιν αυτού, η μητέρα του που ανησύχησε για την κατάστασή του, ειδοποίησε την υπηρεσία του. Έτσι, συνάδελφοί του πήγαν σε μαγαζί που συνήθιζε να βγαίνει και τον βρήκαν και τον μετέφεραν σε δημόσιο νοσοκομείο στο οποίο έμεινε τέσσερις μέρες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική κλινική. Τέλος είπε πως η σύζυγος του πρέπει να γίνει καλά και θέλει να την βοηθήσει για να γίνει καλά.