Στον δήμο Θεσσαλονίκης εκτιμάται πως εκατοντάδες δέντρα (περίπου το 20%) έπεσαν σε πλατείες, πεζοδρόμια και πάρκα, με την υπόσχεση, από πλευράς δημοτικής αρχής, πως στη θέση τους θα φυτευτούν καινούργια το συντομότερο δυνατό. Αυτή τη στιγμή επιχειρούν πέρα από τους δημοτικούς υπαλλήλους και δώδεκα ιδιωτικά συνεργεία για να κόβουν, να μαζεύουν και να μεταφέρουν τα κούτσουρα και τα κλαδιά από τους δρόμους. Επιδίωξη είναι έως την ερχόμενη Κυριακή να είναι «καθαρά» τα πάντα λόγω και των Χριστουγέννων.
Παράλληλα, μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένεται να πραγματοποιηθεί σύσκεψη στο δημαρχιακό μέγαρο με τη συμμετοχή όλων των αρμόδιων φορέων, όπως δασαρχείο, διεύθυνση δασών, ΑΠΘ κ.ά. αναφορικά με το θέμα του πρασίνου, και να συντονιστούν οι επόμενες κινήσεις. «Ήταν πραγματικά πρωτόγνωρο το φαινόμενο και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας, Πρόδρομος Νικηφορίδης.
Τους τρεις λόγους για τους οποίους τα δέντρα της Θεσσαλονίκης δεν άντεξαν στην τελευταία έντονη κακοκαιρία, εξήγησε, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος, Κοσμήτορας Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, «οι ανεμοριψίες δέντρων, ιδιαίτερα σε αστικά περιβάλλοντα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθώς εγκυμονούν κινδύνους για τις περιουσίες των πολιτών και για ανθρώπινους τραυματισμούς». Ο ίδιος διευκρίνισε πως οι κύριοι λόγοι είναι: «Οι μετεωρολογικές συνθήκες, με σημαντικότερη την ένταση και την κατεύθυνση του ανέμου, τα φυσιολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του δέντρου, δηλαδή το σχήμα και το μέγεθος του φυλλώματος και οι συνθήκες του εδάφους στις οποίες φύεται το δέντρο».
Ο κ. Δημητρακόπουλος πρόσθεσε πως στα αστικά κέντρα, τα δέντρα θα πρέπει να φυτεύονται σε μεγαλύτερο βάθος -περίπου 1 με 1,5 μέτρο, ώστε το ριζικό σύστημα να φτάνει πιο βαθιά και με μεγάλη προσοχή ώστε οι κορμοί τους να είναι ευθείς και κάθετοι στο έδαφος.
Συστήνει, δε, προς τις υπηρεσίες των δήμων να διενεργούνται σωστές κλαδεύσεις στην κόμη των δέντρων, να γίνεται φυτοϋγειονομικός έλεγχος ώστε να διαπιστώνεται, εάν ένα δέντρο είναι καταπονημένο ή έχει προσβληθεί από κάποια ασθένεια, ενώ υπογραμμίζει πως όταν ο κορμός του έχει κλίση μεγαλύτερη από 20% θα πρέπει να κόβεται, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, διότι εγκυμονεί κινδύνους.
«Μακριά από πλατάνια, από λεύκες, από ευκάλυπτους. Συνιστώ να μην φυτεύονται, μπορεί να είναι θαυμάσια και επιβλητικά δέντρα, να μεγαλώνουν γρήγορα, αλλά σπάνε τα κλαδιά τους και ανατρέπονται ευκολότερα. Οι πόλεις χρειάζονται δέντρα που είναι βαθύριζα και τα οποία θα δώσουν μεγαλύτερη αντοχή στους ανέμους, χωρίς να δημιουργούν παράλληλα προβλήματα με φουσκωμένα πεζοδρόμια», συμπλήρωσε ο Κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.