Ο 29χρονος μετά την απολογία του κρίθηκε προφυλακιστέος, με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα.
Όπως αναφέρει το eviaonline.gr, o 29χρονος στην απολογία του υποστηρίζει πως δεν σκότωσε τον πεθερό του και πως ο αδερφός της γυναίκας του, του αποκάλυψε ότι ο πατέρας τους τον κακοποιούσε σεξουαλικά.
Όσα είπε στην απολογία του
Ο κατηγορούμενος στην αρχή της απολογίας του αναφέρθηκε σε στιγμές της ζωής του κατά το παρελθόν, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι η μητέρα του είναι Ελληνίδα, ότι δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του που τον εγκατέλειψε, ότι σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα το 2018 γνώρισε τη γυναίκα του και ξεκίνησε και η σχέση τους λίγο αργότερα. Περιγράφει τη σύζυγό του ως μια δυναμική και χειριστική γυναίκα που κατεύθυνε την κοινή τους ζωή και ως άτομο που δεν επιθυμούσε να δουλέψει και εστιάζει στην επιστροφή τους στο χωριό όπου παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο.
Περιγράφει τον γιο του θύματος ως απόμακρο, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κοιμόταν στο πάτωμα καθώς δεν είχε κρεβάτι.
Τονίζει ότι έφερε μαζί του συνολικά 19.000 δολάρια και πως η κατάσταση του πεθερού του ήταν πάρα πολύ δύσκολη λόγω του γεγονότος ότι είχε κλειστεί στον εαυτό του.
Παράλληλα ανέφερε ότι η γυναίκα του, του είχε εμπιστευθεί ότι είχαν μεγαλώσει με τον πατέρα τους και την γιαγιά τους γιατί οι γονείς τους είχαν χωρίσει επειδή ο πατέρας τους κακοποιούσε τη μητέρα τους.
Σημειώνει δε πως όταν τη ρώτησε γιατί η μητέρα δεν είχε πάρει μαζί τα παιδιά, του απάντησε ότι ο πατέρας της την είχε απειλήσει. Όπως είπε θυμάται κάποια στιγμή, τα δύο αδέλφια μιλούσαν στο δωμάτιο και μπαίνοντας μέσα είδε τον γιο να κλαίει. Όταν τον ρώτησε τι συμβαίνει ξεκίνησε να του λέει πως νιώθει πολύ άσχημα που τον είχε παρατήσει η μητέρα του.
Οι ημέρες πριν τη δολοφονία
Όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος, τρεις με τέσσερις ημέρες πριν το συμβάν ο γιος του θύματος του είπε πως όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τον είχε βιάσει και πως ήταν θυμωμένος και με τη μητέρα του, διότι τη θεωρούσε υπεύθυνη που τον είχε παρατήσει εκεί.
Ο γαμπρός υποστήριξε πως ο γιος επαναλάμβανε όλες τις σκηνές που ο πατέρας του τον είχε κακοποιήσει είτε λεκτικά είτε σωματικά. Τον κλείδωνε στο αυτοκίνητο για να μην τον δει η μητέρα του, τον τραβούσε από το χέρι και τον έβαζε μέσα στο σπίτι και του φώναζε.
Ο κατηγορούμενος συνεχίζοντας να περιγράφει όσα του έλεγε ο αδερφός της γυναίκας του φέρεται να ανέφερε: «Εγώ ακούγοντας αυτά σοκαρίστηκα, η Μ. από την άλλη δεν έδειξε να εκπλήσσεται με όσα άκουγε και φαινόταν σαν να μην τα άκουγε για πρώτη φορά. Η Μ. τότε, είπε ότι δεν του αξίζει να ζει, ότι τους έχει καταστρέψει τη ζωή, ότι δεν νοιάστηκε ποτέ σαν πατέρας και ότι γενικότερα το μόνο που ήξερε να κάνει είναι να τους υβρίζει, να μεθάει και να τους υποτιμά. Συνήθιζε να λέει ότι για τον πατέρα της εκείνη ήταν το αγόρι και ο Δ. το “κορίτσι”. Εκείνη τη στιγμή η Μ. είπε ξεκάθαρα πως ο πατέρας τους έπρεπε να πεθάνει γιατί είχε μέσα του “το κακό”. Ο Δ. είπε πως ήθελε να τον σκοτώσει ο ίδιος για όλο το κακό που του είχε κάνει και ζήτησε τη βοήθεια τη δική μου και της Μ. για να φύγει το “κακό” από το σπίτι τους και τη ζωή τους. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, αλλά δεν ήταν εφικτό».
«Μετά από 3-4 μέρες από την αποκάλυψη αυτή πολύ πρωί ήρθε στο δωμάτιό μας ο Δ. και είπε ότι ήρθε η ώρα. Όταν τον ρώτησα τι εννοεί, μου είπε “θα το κάνω σήμερα”. Ξεκίνησε να τρέχει προς το δωμάτιο του πατέρα του μέχρι να σηκωθώ από το κρεβάτι και η Μ. τον ακολούθησε και μαζί και εγώ ξωπίσω. Κρατούσε ένα μαξιλάρι και αφού ανέβηκε στο στέρνο του πατέρα του, ξεκίνησε να τον πιέζει με δύναμη στο πρόσωπό του. Δεν θυμάμαι αν τον χτυπούσε κιόλας. Θυμάμαι όμως ότι καθόταν με τα γόνατά του πάνω στο στέρνο του. Είχα μείνει στο κατώφλι της πόρτας και δεν κινήθηκα.
Η Μ. έτρεξε και κρατούσε τον πατέρα της που στην αρχή αντιδρούσε. Μόλις ο Δ. κατάλαβε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει, η Μ. πήρε ένα μπουκάλι αγιασμό και το έριξε πάνω στον πατέρα της, λέγοντας πως έτσι θα φύγει το “κακό” και ο “δαίμονας” που κατοικούσε μέσα στον πατέρα της», συνέχισε στην απολογία του.