Η γυναίκα κρίθηκε ένοχη για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος του συζύγου της και για την ίδια πράξη ενώπιον ανηλίκων, ενώ οι δικαστές αποφάσισαν να αναστείλουν την ποινή της επι τριετία.
Σύμφωνα με την κατάθεση του 43χρονου θύματος, ο οποίος είναι αξιωματικός στον στρατό και υπηρετεί σε μονάδα της Θεσσαλονίκης, όλα έγιναν στις 16 Ιουνίου του 2022 όταν η κατηγορούμενη επέστρεψε στο σπίτι από την εργασία της. Τότε, φαίνεται ότι ξεκίνησε ένας καβγάς με αφορμή το γεγονός πως το θύμα κρατούσε το κινητό της τηλέφωνο, ενώ στη συνέχεια κατήγγειλε ότι αποπειράθηκε να τον πνίξει.
Συγκεκριμένα, ο 43χρονος είπε στους δικαστές ότι «μου επιτέθηκε σαν αγρίμι γιατί με είδε να κρατάω το κινητό της τηλέφωνο. Προφανώς κάτι φοβήθηκε, εγώ το πήρα μόνο για να κάνω μια κλήση, καθώς είχε απενεργοποιηθεί το δικό μου. Τα μάτια της γυάλιζαν, προσπαθούσε να με πνίξει. Ζω για δευτερόλεπτα, έβαλα τα χέρια μου όσο μπορούσα για να προστατευτώ», είπε, μεταξύ άλλων, τονίζοντας ότι είχε έντονα σημάδια από γρατσουνιές, εκδορές και γδαρσίματα από τα νύχια της συζύγου του.
Μάλιστα, το θύμα είπε ότι αρχικά ανέφερε στην αστυνομία πως δεν επιθυμούσε την ποινική δίωξη της κατηγορούμενης, καθώς τον απειλούσε ότι θα πάρει τα τρία ανήλικα παιδιά τους και δε θα τα ξαναέβλεπε. «Φοβόμουν για την ασφάλεια των παιδιών μου» τόνισε.
«Πιστεύω ότι ήθελε να με σκοτώσει. Πριν από αυτό το περιστατικό υπήρχαν κι άλλα πολλά, η συμπεριφορά της ήταν αλλόκοτη σε όλη τη διάρκεια του γάμου μας. Με έχει χτυπήσει με σφαλιάρες στο παρελθόν, με έβριζε και με απειλούσε. Όμως αυτό που έγινε στις 16 Ιουνίου δεν συγκρίνεται, πραγματικά δεν την έχω ξανά δει ποτέ έτσι, ήθελε να μου κάνει κακό. Είναι πρώην πρωταθλήτρια πολεμικών τεχνών, εγώ, αν και στρατιωτικός, δεν έχω εκπαιδευτεί για τέτοιες καταστάσεις» σημείωσε.
Μάρτυρας αστυνομικός ο οποίος είδε το θύμα κατά τη διάρκεια περιπολίας και σταμάτησε για να ζητήσει βοήθεια, κατέθεσε ότι έφερε έντονα σημάδια στον λαιμό του, στους ώμους και στην πλάτη του. «Μας είπε ότι η σύζυγός του προσπάθησε να τον πνίξει μπροστά στα παιδιά τους. Τα σημάδια στον λαιμό του ήταν πιο έντονα», είπε.
Στην απολογία της η 49χρονη αρνήθηκε τις κατηγορίες και ισχυρίστηκε ότι εκείνη είναι το πραγματικό θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον σύζυγό της.
«Το επίδικο περιστατικό ήταν το «κερασάκι στην τούρτα». Έχω υποστεί συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση. Με ζήλευε παθολογικά, δεν μου επέτρεπε να πάω πουθενά μόνη μου. Ακόμα και όταν βγαίναμε με άλλες μητέρες ήταν ο μόνος άντρας που ερχόταν και καθόταν μαζί μας», είπε. «Είχε δημιουργήσει ένα ψέμα για τη ζωή μας το οποίο παρουσίαζε σε όλους ως πραγματικό» συμπλήρωσε.
«Εκείνη την ημέρα γύρισα στο σπίτι και με περίμενε στο δρόμο. Είχε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Άρπαξε το κινητό μου και μπήκε μέσα στο σπίτι. Κάτι έβλεπε, έσβηνε αρχεία, δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε και εγώ του ζήτησα με όμορφο τρόπο να μου το δώσει. Δεν το έδινε και το άρπαξα δυνατά για να το πάρω. Το κρατούσε και με έσερνε στο πάτωμα, τα παιδιά φώναζαν να με αφήσει. Κάποια στιγμή κουράστηκα και τους είπα φωνάξτε την αστυνομία και αυτός άρχισε να φωνάζει «με πνίγει» και έφυγε. Εγώ δεν έκανα τίποτα, τον τράβηξα μόνο από την μπλούζα για να πάρω το κινητό μου. Είναι εξωφρενικό ότι με κατηγορεί, προφανώς και δεν είχα τέτοια πρόθεση», υπογράμμισε.
Την ενοχή της κατηγορουμένης πρότεινε και η εισαγγελέας της έδρας.