«Τα ογκώδη και πρωτοφανή σε συμμετοχή λαϊκά συλλαλητήρια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2025 διεμήνυσαν την εδραιωμένη πεποίθηση της κοινωνίας για τις ευθύνες της Κυβέρνησης αναφορικά τόσο με το ίδιο το δυστύχημα-έγκλημα και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, όσο και για τη μετέπειτα απόπειρα συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών, για πράξεις και παραλείψεις, στην πρόκληση της τραγωδίας. Η κοινωνική αυτή πεποίθηση, η οποία έχει τροφοδοτηθεί πρωτίστως από τη συμπεριφορά των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού, μέσω στοχευμένων και επανειλημμένων, αλαζονικών και αυτοαναιρετικών δηλώσεων, μεθοδεύσεων και ενεργειών, καταδεικνύει τη διάρρηξη και οριστική άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, ως αρχηγό της, και καθιστά παλλαϊκή την απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης και για ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές. Πρόκειται πλέον για μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση και έναν απονομιμοποιημένο πρωθυπουργό», αναφέρει το κείμενο της πρότασης δυσπιστίας.
Δείτε το κείμενο της πρότασης δυσπιστίας
Αθήνα, 5 Μαρτίου 2025
Προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
Θέμα: «Πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης
(άρθρα 84 παρ. 2 του Συντάγματος και 142 Κανονισμού της Βουλής)»
Το δυστύχημα-έγκλημα των Τεμπών, που έλαβε χώρα στις 28 Φεβρουαρίου 2023 αποτελεί τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία στην ιστορία της Ελλάδας, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ευρώπη. Η μετωπική σύγκρουση του επιβατικού τρένου Intercity, που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, με εμπορική αμαξοστοιχία είχε το τραγικό αποτέλεσμα να χάσουν άδικα τη ζωή τους 57 συμπολίτες μας, και να τραυματιστούν δεκάδες ακόμη – κάποιοι εξ αυτών πολύ σοβαρά.
Δύο χρόνια αργότερα, τα ογκώδη και πρωτοφανή σε συμμετοχή λαϊκά συλλαλητήρια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2025 διεμήνυσαν την εδραιωμένη πεποίθηση της κοινωνίας για τις ευθύνες της Κυβέρνησης αναφορικά τόσο με το ίδιο το δυστύχημα-έγκλημα και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, όσο και για τη μετέπειτα απόπειρα συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών, για πράξεις και παραλείψεις, στην πρόκληση της τραγωδίας. Η κοινωνική αυτή πεποίθηση, η οποία έχει τροφοδοτηθεί πρωτίστως από τη συμπεριφορά των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού, μέσω στοχευμένων και επανειλημμένων, αλαζονικών και αυτοαναιρετικών δηλώσεων, μεθοδεύσεων και ενεργειών, καταδεικνύει τη διάρρηξη και οριστική άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, ως αρχηγό της, και καθιστά παλλαϊκή την απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης και για ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές. Πρόκειται πλέον για μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση και έναν απονομιμοποιημένο πρωθυπουργό.
Η ως άνω άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κυβέρνηση, προήλθε μετά από σειρά γεγονότων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εξής:
Στις 20 Φεβρουαρίου του 2023, λίγες ημέρες μόνο πριν την τραγωδία, ο τότε αρμόδιος Υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής διαβεβαίωνε με θρασύτητα τη Βουλή των Ελλήνων ότι δεν υφίσταται απολύτως κανένα θέμα ασφάλειας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων στη χώρα, τονίζοντας χαρακτηριστικά «..μια υπεύθυνη πολιτεία δεν πρέπει να παίζει με την ασφάλεια των πολιτών».
Δυστυχώς, αυτό που βεβαιώθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο, μόλις μία εβδομάδα αργότερα, ήταν ότι η λειτουργία των ελληνικών σιδηροδρόμων είναι όχι μόνο προβληματική, αλλά παρουσιάζει τραγικές ελλείψεις σε βασικά συστήματα ασφαλείας, τα οποία είτε βρίσκονταν εκτός λειτουργίας, είτε δεν είχαν καν τοποθετηθεί. Η Κυβέρνηση δε, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που ήδη έχουν δημοσιοποιηθεί, είχε πλήρη γνώση των ελλείψεων αυτών, καθώς είχε λάβει επανειλημμένως και με ρητό τρόπο σχετικές προειδοποιήσεις από διοικήσεις, κεντρικά στελέχη και εκπροσώπους των εργαζομένων των εμπλεκόμενων φορέων, οι οποίοι επεσήμαναν, σε διάφορους χρόνους, την επείγουσα ανάγκη να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλίδες για την ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρόμου και τον πραγματικό κίνδυνο που υφίσταται, αν αυτό δεν συμβεί. Ωστόσο, η Κυβέρνηση και ο αρμόδιος Υπουργός, κ. Καραμανλής, όχι μόνο είχαν επιλέξει να αδιαφορήσουν, αλλά διατείνονταν με αλαζονεία ότι δεν υφίστατο καν θέμα ασφάλειας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων. Όπως μάλιστα κυνικά δήλωσε μια μόλις εβδομάδα μετά την τραγωδία στέλεχος της Κυβέρνησης: «Είσαι ο Υπουργός Μεταφορών. Μπορείς να πας στη Βουλή και να πεις “ναι, έχουν πρόβλημα ασφαλείας τα τρένα”; Αν το πεις αυτό, δεν θα μπει αύριο άνθρωπος στα τρένα….».
Στην εγκληματική ολιγωρία και αδιαφορία της Κυβέρνησης στο διάστημα πριν και έως τη συντέλεση του δυστυχήματος, προστέθηκε και η εξίσου εγκληματική και μεθοδευμένη προσπάθεια εκ των υστέρων συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών στην υπόθεση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη συνειδητή παρεμπόδιση της δυνατότητας περαιτέρω διερεύνησης της ύπαρξης ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων λόγω της μη ορθής και έγκαιρης υλοποίησης της σύμβασης 717/2014, η οποία αφορούσε στην ανάταξη και αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης σε τμήματα του άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Προμαχώνας, μέσω της απόρριψης από την κυβερνητική πλειοψηφία ως προδήλως αβάσιμης της πρότασης για σύσταση σχετικής ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, στις 24 Νοεμβρίου 2023. Η κυβερνητική πλειοψηφία αγνόησε, μάλιστα, επιδεικτικά το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην υπόθεση αυτή, το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν στην ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της μη ολοκλήρωσης της ως άνω σύμβασης και της τραγωδίας στα Τέμπη.
Η απόπειρα απόκρυψης των όποιων κυβερνητικών ευθυνών για την τραγωδία των Τεμπών συνεχίστηκε και κατά τις εργασίες της εντέλει συσταθείσας Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό». Στο πλαίσιο αυτό και παρά τις συνεχείς αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κατευθυνόμενοι από τον Πρωθυπουργό, αν μη τι άλλο στο πλαίσιο της διατεταγμένης κομματικής πειθαρχίας, προέβησαν σε παρελκυστική πρόσκληση ως μαρτύρων προσώπων που δεν είχαν καμία γνώση της τρέχουσας κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου, αποκλείοντας ταυτόχρονα μάρτυρες κομβικής σημασίας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης με πολύτιμη και άμεση γνώση της σημερινής κατάστασης του δικτύου, της διαχείρισης της σύμβασης 717/2014 και των πολιτικών αποφάσεων του κ. Καραμανλή ως Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, ή καλώντας τους καθυστερημένα, αφότου αυτοί είχαν περιέλθει σε θέση κατηγορουμένου, ώστε να προφασισθούν το δικαίωμα στη σιωπή.
Παράλληλα, δρώντας ως εντολοδόχοι του Πρωθυπουργού, ολοκλήρωσαν πρόωρα τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής, με το τελικό πόρισμα που συνέταξαν να προβαίνει σε μια εξόφθαλμη και άγαρμπη προσπάθεια να αποδώσει την πλήρη ευθύνη για την τραγωδία αποκλειστικά σε «ανθρώπινο λάθος», σε πλήρη συμμόρφωση με το πρωθυπουργικό αφήγημα, αγνοώντας πλήρως ακόμα και το πόρισμα της τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που η ίδια η Κυβέρνηση συνέστησε και από το οποίο προέκυπταν σαφώς η απουσία τοπικού συστήματος τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, η μη λειτουργία του κεντρικού δευτεροβάθμιου συστήματος ελέγχου στην έδρα του ΟΣΕ, στην οδό Καρόλου στην Αθήνα, η μη ενεργοποίηση συστήματος GSM-R και η ελλιπής και ανεπαρκής εκπαίδευση του μοιραίου σταθμάρχη που παράνομα είχε μεταταχθεί στη θέση αυτή από κυβερνητικό παράγοντα. Τις ανωτέρω αστοχίες της Εξεταστικής Επιτροπής, οι οποίες οφείλονται αμιγώς στην -υποκινούμενη από τον Πρωθυπουργό- στάση των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της, αναγκάστηκε να παραδεχθεί τελικά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξη του, λέγοντας ότι «η Εξεταστική Επιτροπή [για τα Τέμπη] δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής».