Και για όσους δεν κατάλαβαν, η αιτία απλή και κρυστάλλινη. Ισως η μοναδική τηλεπερσόνα που κάθε «κόκκος» απ’ αυτό που οι «αριστοκράτες» ονομάζουν «λαουτζίκο» τον αισθάνεται δικό του. Σπλάχνο από τα σπλάχνα του. Σαν να λένε: «Κοίτα να δεις, φίλε μου, αυτός ο Παπαδάκης λέει αυτά που πάντα ήθελα να πω κι εγώ». Μα τι είναι; Η γλώσσα τους, η έκφρασή τους, ο πόνος του, το βάσανό τους, ο άνθρωπός τους!
Και πράγματι έτσι είναι. Αν ρίξεις μια ματιά στο παρελθόν του, τότε ταράζονται οι δακρυγόνες αδένες σου: από 13 ετών στο κουρμπέτι της σκληρής χειρωνακτικής εργασίας. «Και τι δεν έκανα. Από γκαρσόνι, μπετατζής, ακόμα και κουβαλητής τζαμιών και αναρίθμητων κιβωτίων της Ηβη. Δουλειά να έβρισκα, και πάντα ήμουν πρόθυμος να την κάνω, όλα για το μεροκάματο».
Από πάμπτωχη, κατατρεγμένη οικογένεια. Το δεύτερο κρατούμενο. Ο μεγάλος αδερφός του μπαινόβγαινε στα μπουντρούμια της χούντας. Ο πατέρας με το τρίπτυχο «μόχθος, ιδρώτας, αίμα». Απίστευτες καταστάσεις. Μπροστά του άρχισα να με βλέπω σαν φλώρο και μαμάκια.
Πατέρας, μάνα, αδερφός και αδερφή εγκαταλείπουν τον «μάταιο τούτο κόσμο» γύρω στα πενήντα. Ολοι. Το τρίτο το μεγαλειώδες, σοκαριστικό κρατούμενο.
Η κουβέντα με αφορμή την αποχώρησή του από το «Καλημέρα Ελλάδα». «Συνταξιούχος;» τον ρώτησα. «Τρελάθηκες, σύνταξη θα πάρω μόλις με απωθέσουν στον τάφο μου». Χτύπησα ξύλα, έκανα τρεις φορές φτου και έβαλα μπρος τη μηχανή. Το μαγνητόφωνο.
Σκηνή 1η: Κακαουνάκης: «… θα σε σκίσω»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ: Από Κρήτη;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: «Γκάγκαρος».
Δ.Δ.: Και το -άκης;
Γ.Π.: Πίσω, πολύ πίσω.
Δ.Δ.: Γκάγκαρος από ποιο μέρος;
Γ.Π.: Οχι Κολωνακιώτης, αλλά Κολωνιώτης.
Δ.Δ.: Και έχεις τρία αγόρια και δύο εγγόνια.
