Διασχίζοντας τη λιθόχτιστη είσοδο, ο επισκέπτης ακολουθεί το μονοπάτι από προβηγκιανή πέτρα και «ταξιδεύει» στο παρελθόν. Τυλίγεται στην αύρα ενός τόπου γεμάτο αναμνήσεις και περπατά πάνω στα βήματα όσων πέρασαν από το ίδιο σημείο μερικούς αιώνες πριν. Η ξερολιθιά σιωπηλή κρατά μέσα της το αποτύπωμα του χρόνου. Λίγα βήματα αργότερα, η απλότητα του χώρου μεταμορφώνεται χάρη στη συμφωνία χρωμάτων και αρωμάτων, με τις γλυσίνιες και τις φλαμουριές να χαρίζουν γενναιόδωρα τη σκιά τους, τις πορτοκαλιές να ανθίζουν, και τον αέρα να γεμίζει με νότες φρεσκοκομμένου καφέ ή άρωμα από λαχταριστές madeleines που μόλις βγήκαν από τον φούρνο.
Το Couvent Sainte-Claire, ένα μοναστήρι του 17ου αιώνα που για αιώνες υπήρξε τόπος περισυλλογής και πνευματικότητας, μεταμορφώθηκε σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων χάρη στο όραμα του Βαλερί Γκρέγκο, ιδρυτή του ομίλου Perseus.
Η μεταμόρφωση σε ξενοδοχείο
Το μοναστήρι χτίστηκε το 1604 από τις μοναχές του τάγματος των Κλαρισσών – το γυναικείο τάγμα των «Φτωχών Κυριών» που ίδρυσε η Αγία Κλάρα – και, από το 1803 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, φιλοξένησε τις Αδελφές Visitandines. Ήταν οι ίδιες οι μοναχές που τον 17ο αιώνα, με τη βοήθεια ντόπιων μαστόρων και υλικών, έχτισαν πέτρα-πέτρα το μοναστήρι. Τέσσερις αιώνες αργότερα, υπό τη καθοδήγηση του Γκρέγκο, σε συνεργασία με τα Studio Mumbai και Studio Méditerranée για την αρχιτεκτονική, καθώς και το Festen Architecture για το εσωτερικό design και έπειτα από 10 χρόνια αποκατάστασης, οι πτέρυγες του μοναστηριού αναστηλώθηκαν επαναφέροντας τη χαμένη αίγλη του κτιρίου. Όλα αυτά με σεβασμό στην ιστορία και με στόχο όχι απλώς να χρησιμοποιηθεί εκ νέου το κτίσμα, αλλά να αναβιώσει το πνεύμα του.
Το μοναστήρι υπήρξε ανέκαθεν τόπος περισυλλογής, αλλά και σημείο συνάντησης ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης, εκεί όπου κάτοικοι και ταξιδιώτες έρχονταν για βοτανοθεραπεία ή για να προμηθευθούν με φρέσκο, αχνιστό ψωμί από τον φούρνο των μοναχών. Αυτή η αίσθηση φιλοξενίας, μοιράσματος και ζεστασιάς δεν έχει χαθεί. Ο χώρος εξακολουθεί να αποπνέει καλοσύνη και ηρεμία και συνεχίζει να αποτελεί σημείο συνάντησης ανθρώπων από κάθε γωνιά του πλανήτη. Μάλιστα, δημιουργήθηκε και ένα τέταρτο κτίριο, κατασκευασμένο με ξύλο και φυσικά υλικά που θα επέλεγαν οι ίδιες οι μοναχές. Η πρόκληση, βέβαια, ήταν μεγάλη: Μπορεί ένας ιερός χώρος να αποκτήσει μια νέα ζωή, χωρίς να προδώσει την ταυτότητά του;
Οι αρχιτέκτονες και οι συντηρητές που ανέλαβαν το έργο ακολούθησαν μια φιλοσοφία διακριτικής παρέμβασης, με κάθε νέα προσθήκη να σέβεται το αρχικό σχέδιο, ώστε να διατηρηθεί η αίσθηση του χρόνου. Οι σύγχρονες «πινελιές» δεν κοντράρουν το παρελθόν, αλλά συνδιαλέγονται μαζί του. Το αποτέλεσμα είναι μια μοναδική αρχιτεκτονική εμπειρία. Το φως διαχέεται ανεμπόδιστα «στολίζοντας» φυσικά τους χώρους και η σύγχρονη αισθητική «παντρεύεται» με την ιστορικότητα του κτιρίου.
