Η Αναστασία Γούλα θυμάται
«Αυτό εδώ να το κατεβάσετε», λέει ακαριαία η Αναστασία Γούλα βλέποντας το σήμα της ναζιστικής σβάστικας στο Μουσείο αφιερωμένο στη σφαγή των Κερδυλλίων. Δεν ήταν ούτε τεσσάρων χρονών τότε. «Ήρθαν, πρωί αχάραγα μας χτύπησαν την πόρτα και ξύπνησε όλη η οικογένεια.Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε. Δεν έβαλε πουκάμισο από τη βιασύνη του, έριξε και το σακάκι του από πάνω κι έφυγε. Από τότε δεν τον ξαναείδαμε. Κανένας δεν ήξερε τι θα γίνει. Καθένας έλεγε το «σκόρδο και το κρεμμύδι του» που λένε στα χωριά.
Έρχεται ένας Γερμανός. «Λαός Ευκαρπίαν», είπε και κρατούσε ένα κουτί σπίρτα. Έδειξε το σχολείο, δείχνοντας ότι θα καεί», αναφέρει μιλώντας στην Deutsche Welle. Στις 9 το πρωί με το σύνθημα μιας φωτοβολίδας, οι άνδρες του χωριού εκτελέστηκαν ομαδικά από τους ναζί, υπό την καθοδήγηση των λοχαγών Βέντλερ και Σράινερ. Ακολούθησε η πυρπόληση των σπιτιών. Οι γυναίκες και τα παιδιά εκδιώχθηκαν, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα.
«Μόλις φτάσαμε στο Ρέμα, ακούστηκαν οι ριπές. Εκεί τα ακούσαμε όλα. Ύστερα, έβγαλαν τους γέρους που διέδωσαν ότι σκοτώθηκαν οι άνθρωποι και μετά καπνοί παντού», περιγράφει η επιζήσασα κα Γούλα. Λίγες μέρες πριν οι ναζί ψάχνανε στο χωριό για αντάρτικες ομάδες. «Έχετε παρτιζάνους;» ρωτούσαν οι Γερμανοί. Στο χωριό δεν είχαμε αντάρτες, ούτε ακουστά. Και αν είχε έναν με ιδεολογία, ποιος τον ήξερε. Ήταν όλοι δεξιοί», τονίζει η κυρία Γούλα.
Και το μετά; «Πώς να είμαι. Στα χαμένα. Να μην ξέρεις που είναι ο μπαμπάς, που είναι ο παππούς, που είναι ο θείος, να μην έχεις κανέναν. Δεν είχαμε ούτε που να μείνουμε, να φάμε, ούτε να φορέσουμε». Στην επιστροφή στο χωριό βγάλανε τις πέτρες και τα αποκαϊδια, χτίζοντας μονόπλευρες σκεπές με λαμαρίνες και πέτρες. «Έπιανε ένα μπουρίνι. Πέφταν οι λαμαρίνες και κουδουκλούσαν οι πέτρες. Και φώναζε η μάνα μου «Θα σκοτωθούν τα παιδιά μου». Μετά οι Γερμανοί επέστρεφαν στο χωριό. Έκλεβαν κότες. Φώναζαν. Έβριζαν.
Το γιατί ακόμα δονεί τη ψυχή της. «Αναρωτιόμαστε γιατί; Για την κουτάλα. Όποιος πει κάτι άλλο θα πει ψέματα», απαντά αφοπλιστικά. Βλέποντας τους πολέμους που μαίνονται αυτή την εποχή δίνει με απλότητα το μήνυμα της. «Σκέφτομαι όσα τραβήξαμε. Να βγει ένας να τα ταιριάξει, που δε θα ταιριάξει ουδέποτε. Αναρωτιέμαι που θα πάμε; Έχω παιδιά στο κατόπι. Αυτά που έζησα δε θέλω να τα ζήσουν».
«Ένα βουβό μοιρολόι πάνω απ’ το χωριό»
Ο Γιώργος Γκάλιος, πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Νέων Κερδυλλίων, κουβαλά μέσα του τις σκιές εκείνης της ημέρας. «Ανάμεσα στα θύματα ήταν οι δύο μου παππούδες», λέει. «Εγώ δεν έζησα τη σφαγή, αλλά μεγάλωσα μέσα στη σκιά της. Στο σπίτι ζούσε η γιαγιά μου, πάντα μοιρολογούσε. Έκλαιγε σιωπηλά, κάτω απ’ το τσεμπέρι της. Εμείς, παιδιά τότε, δεν καταλαβαίναμε, μόνο νιώθαμε τη θλίψη να αιωρείται», λέει μιλώντας στην Deutsche Welle. Η σφαγή, όπως λέει, έγινε για «παραδειγματισμό». Τα πρώτα σαμποτάζ των ανταρτών στα γύρω χωριά θορύβησαν τους Ναζί.
Η ταύτιση του ονόματος των χωριών με το Κερδύλλιον όρος, όπου δρούσαν οι αντάρτες τους έδωσε την αφορμή για να εφαρμόσουν τα φρικτά αντίποινα. Οι κάτοικοι είχαν προσπαθήσει να πείσουν τους Γερμανούς ότι δεν είχαν σχέση με τους αντάρτες. «Πήγαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη να τους εξηγήσουν. Μα όταν γύρισαν, το κακό είχε ήδη γίνει», αφηγείται. Η φωνή καθώς μας μιλάει σπάει για λίγο.
