Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ενέταξε στη «μαύρη λίστα» την κρατική Rosneft PJSC και τη Lukoil PJSC, επικαλούμενο «την έλλειψη σοβαρής δέσμευσης της Ρωσίας στη διαδικασία ειρήνευσης», όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Τετάρτης.
Η απόφαση σηματοδοτεί στροφή 180 μοιρών για τον Τραμπ, ο οποίος έως τώρα απέφευγε να επιβάλει κυρώσεις μεγάλης κλίμακας και είχε ανακοινώσει στις αρχές του μήνα ότι θα συναντούσε τον Πούτιν τις επόμενες εβδομάδες. Πρόκειται επίσης για ριζική αλλαγή στην προσέγγιση της Δύσης απέναντι στο ρωσικό πετρέλαιο, καθώς μέχρι σήμερα οι προσπάθειες –όπως το πλαφόν τιμής της G7– είχαν στόχο να περιορίσουν τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς να διαταράξουν τη ροή του πετρελαίου στην αγορά.
Μόλις μία ημέρα πριν, ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί πως άλλαξε στάση, δηλώνοντας ότι «δεν θέλει μια συνάντηση χωρίς αποτέλεσμα».
Οι αγορές πετρελαίου αντέδρασαν άμεσα, με το Brent να ενισχύεται έως και 3%, ξεπερνώντας τα 64 δολάρια το βαρέλι. Η απειλή για περαιτέρω περιορισμό των ρωσικών εξαγωγών ήρθε σε μια στιγμή που η παγκόσμια αγορά προετοιμαζόταν για πιθανή υπερπροσφορά.
Η Rosneft, υπό την ηγεσία του στενού συμμάχου του Πούτιν Ίγκορ Σέτσιν, και η ιδιωτική Lukoil είναι οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου της Ρωσίας, καλύπτοντας σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών αργού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg. Τα έσοδα από φόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του ρωσικού προϋπολογισμού.
«Απλώς ένιωσα πως είχε έρθει η ώρα», δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε. Εξέφρασε την ελπίδα ότι οι κυρώσεις «δεν θα διαρκέσουν πολύ» και ότι ο πόλεμος «θα τελειώσει σύντομα».
«Κάθε φορά που μιλώ με τον Βλαντίμιρ, έχουμε καλές συζητήσεις, αλλά δεν οδηγούν πουθενά», πρόσθεσε ο Αμερικανός Πρόεδρος, διευκρινίζοντας πως η συνάντηση με τον Πούτιν θα πραγματοποιηθεί «σε μεταγενέστερη φάση».
Πριν από αυτή την απόφαση, ο Τραμπ είχε επανειλημμένα υπαναχωρήσει από απειλές για δασμούς ή κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Στις 29 Ιουλίου είχε δώσει στη Μόσχα δέκα ημέρες προθεσμία για να συμφωνήσει σε εκεχειρία με το Κίεβο· η διορία έληξε στις 8 Αυγούστου χωρίς αμερικανική ενέργεια. Ακολούθησε συνάντηση με τον Πούτιν στην Αλάσκα, χωρίς ωστόσο καμία πρόοδο στο ουκρανικό μέτωπο.
Η τελευταία αυτή κίνηση είχε εξεταστεί ήδη από τον πρώην Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, αλλά εκείνος την είχε απορρίψει, φοβούμενος αναστάτωση στις διεθνείς αγορές ενέργειας και εκτόξευση των τιμών. Για τον Τραμπ, που έχει στηρίξει μεγάλο μέρος της πολιτικής του στη διατήρηση χαμηλών τιμών καυσίμων, η απόφαση αυτή αποτελεί τολμηρό ρίσκο και δείχνει ότι η υπομονή του με τον Πούτιν εξαντλείται. Όπως δήλωσε, πιστεύει ότι «η βενζίνη θα πέσει στα 2 δολάρια το γαλόνι».
Το Κίεβο χαιρέτισε την κίνηση, με την πρέσβειρα της Ουκρανίας Όλγα Στεφανισίνα να αναφέρει ότι «για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του 47ου Προέδρου των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον επιβάλλει πλήρεις κυρώσεις αποκλεισμού σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες».
Το πρωί της ίδιας ημέρας, η Ρωσία εξαπέλυσε νέες επιθέσεις με drones και πυραύλους σε ουκρανικές πόλεις, σκοτώνοντας τουλάχιστον επτά πολίτες, μεταξύ τους παιδιά. Οι ρωσικές επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές συνεχίζονται, ενώ το Κίεβο απαντά πλήττοντας ρωσικά διυλιστήρια.
