Το βίντεο συνοδεύεται, σύμφωνα με την ίδια, από επιπλέον οπτικό υλικό που τελεί υπό διερεύνηση.
Η υπόθεση, πέραν της ποινικής οδού, ενεργοποίησε και πειθαρχικές διαδικασίες στο εσωτερικό του Σώματος: ο κατηγορούμενος τέθηκε σε διαθεσιμότητα και παρέδωσε το υπηρεσιακό του όπλο.
Η Έλενα μιλάει ήρεμα. Οι παύσεις της είναι μετρημένες σαν να ελέγχει κάθε λέξη για να μη γλιστρήσει ξανά στον φόβο. «Δεν ήθελα να το πιστέψω. Έλεγα ότι είναι μια κακή στιγμή, πως θα αλλάξει. Ήταν και συνάδελφος, άνθρωπος με στολή. Νόμιζα ότι αυτό από μόνο του θα τον σταματούσε», λέει, ανασύροντας την πρώτη -σχεδόν αυτονόητη- προσδοκία, ότι η στολή αποτελεί εγγύηση.
Στα πρώτα στάδια της σχέσης τους όπως περιγράφει η ίδια, εκείνος φαινόταν «ευγενικός, προσεγμένος, προστατευτικός».
«Στην αρχή ένιωθα ότι βρήκα έναν άνθρωπο σταθερό, ώριμο. Με έκανε να νιώθω ασφαλής», λέει. Η εμπιστοσύνη αυτή, όπως εξηγεί, μετατράπηκε σταδιακά σε παγίδα. «Άρχισε να αλλάζει. Από τις κουβέντες πέρασε στις φωνές. Από τις φωνές στα πρώτα χαστούκια», αφηγείται χωρίς δραματοποίηση αλλά με σαφήνεια.
Για μεγάλο διάστημα η Έλενα δεν μίλησε. Δεν μίλησε σε φίλους, δεν μίλησε σε προϊσταμένους. «Ντρεπόμουν. Ήμασταν και οι δύο αστυνομικοί. Σκεφτόμουν, “ποιος θα με πιστέψει;”», εξηγεί.
Η ντροπή και ο φόβος, σε συνδυασμό με την ελπίδα ότι ο θύτης θα αλλάξει, την κρατούσαν σιωπηλή, ένα μοτίβο που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν «κύκλο της κακοποίησης»: ένταση, βία και περίοδος «πρόσκαιρης συμφιλίωσης», όπου ο θύτης δείχνει μεταμέλεια και υπόσχεται αλλαγή. «Μου έλεγε ότι δεν θα το ξανακάνει, ότι ήταν ένα λάθος. Τον πίστευα. Ήθελα να τον πιστέψω», παραδέχεται.
«Μετά μου ζήτησε συγγνώμη, με δάκρυα στα μάτια. Και ξαναγύρισα». Η συμπεριφορά του πρώην συντρόφου, πέρα από τη σωματική βία, πήρε συστηματικές διαστάσεις στοχοποίησης: απειλές, ψευδείς καταγγελίες και υποκρισία. «Μου έλεγε “θα σου κάνω καταγγελίες για να σε διασύρω και να μπορείς να κυκλοφορήσεις πουθενά! Θα δεις τι σου ετοιμάζω”. Δεν το πίστευα. Μέχρι που το έκανε», αναφέρει.
