Συγκεκριμένα, σύμφωνα με εγκύκλιο της Υπηρεσίας Ασύλου αν ένας πρόσφυγας επιστρέψει ή επικοινωνεί επίσημα με τις αρχές της χώρας του (π.χ. για να πάρει διαβατήριο), θεωρείται ότι παύει να χρειάζεται διεθνή προστασία.
Στο επίκεντρο της ρύθμισης η οποία έρχεται με οδηγία Πλεύρη βρίσκεται η διαπίστωση πως εφόσον κάποιος που έχει λάβει άσυλο στη χώρα μας ταξιδέψει εκ νέου στο κράτος από το οποίο υποστήριξε ότι διέφυγε λόγω δίωξης, ή προχωρήσει σε ενέργειες όπως η έκδοση ή ανανέωση εθνικού διαβατηρίου, αυτό αποτελεί τεκμήριο ότι έχει «εξασφαλίσει εκ νέου οικειοθελώς την προστασία της χώρας ιθαγένειάς του».
Η εγκύκλιος επισημαίνει ότι τέτοιες ενέργειες μπορούν να εκληφθούν ως «πράξεις πίστεως» προς την πατρίδα τους, άρα ενδείξεις ότι ο φόβος δίωξης δεν υφίσταται πλέον. Στο κείμενο παρατίθεται το νομοθετικό πλαίσιο του ν. 4939/2022, ενώ γίνεται αναφορά και στη σχετική θεώρηση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό: ο δικαιούχος ασύλου μπορεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται, όταν ο πρόσφυγας αρνείται να συνεργαστεί ή δεν παρέχει πειστικές αιτιολογίες, «δεν υπάρχει βάση για την αντίκρουση του τεκμηρίου».
Η υπηρεσία Ασύλου καλεί τις αρμόδιες αρχές να προχωρούν σε άμεση διερεύνηση κάθε τέτοιας περίπτωσης — από έλεγχο ταξιδιωτικών κινήσεων και διασταύρωση στοιχείων, μέχρι συνεντεύξεις — και εφόσον προκύπτουν βάσιμες ενδείξεις, να εκκινείται διαδικασία ανάκλησης του καθεστώτος ασύλου.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας, όπου η αξιολόγηση θα γίνεται σύμφωνα με τα αντίστοιχα κριτήρια του νόμου.
Με τη νέα εγκύκλιο το Υπουργείο επιχειρεί να στείλει σαφές μήνυμα ότι η διεθνής προστασία προορίζεται αποκλειστικά για όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη, και ότι η κατάχρηση του καθεστώτος ασύλου θα αντιμετωπίζεται θεσμικά και άμεσα.
