Μια πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ /ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία ALCO δείχνει ότι οι νέοι της γενιάς Ζ εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς τους, επειδή αδυνατούν να συντηρήσουν μόνοι τους ένα νοικοκυριό και μάλιστα για τους περισσότερους τα εισοδήματα δεν επαρκούν για τις βασικές ανάγκες. Η πλειοψηφία νιώθει εξουθένωση στη δουλειά και γι αυτό σχεδόν 5 στους 10 θα άλλαζε εργασία ακόμη και με μείωση εισοδήματος. Και, κυρίως, επτά στους δέκα δεν διαβλέπει επαγγελματικές προοπτικές στη χώρα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας «Νέοι και Εργασία 2025», του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τους νέους της GenZ, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο σε συνεργασία με την ALCO, σε δείγμα 1.500 εργαζόμενων νέων έως 29 ετών είναι πραγματικά δυσοίωνα καθώς παρότι μορφωμένοι διεκδικούν αξιοπρέπεια και προοπτική μέσα σ’ ένα περιβάλλον επισφάλειας και εξάντλησης.
Τα βασικότερα αποτελέσματα κατανεμημένα σε έξι επιμέρους θεματικούς άξονες είναι τα εξής:
Οικονομική εξάρτηση και αδυναμία αυτονομίας
Μόλις το 20% των νέων εργαζόμενων ζουν μόνοι τους. Το 45% των νέων εξακολουθεί να ζει με την οικογένειά του (το ποσοστό αυτό γι αυτούς που εργάζονται με μερική απασχόληση ανεβαίνει στο 65%) και το 30% με φίλο ή σύντροφο. Μόλις το 30% συμβάλλει οικονομικά στο ενοίκιο ή στα έξοδα στέγασης.
Το 70% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για τις βασικές ανάγκες και το 62% αναγνωρίζει οικονομική εξάρτηση από τους γονείς.
Η νέα γενιά εργαζομένων βιώνει μια παράταση της εξάρτησης από την οικογένεια που δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Το φαινόμενο συνδέεται με χαμηλούς μισθούς, ακριβή στέγαση και κοινωνικό κράτος που χρειάζεται ενίσχυση. Η οικονομική αυτονομία μετατίθεται χρονικά και μαζί της καθυστερεί η μετάβαση στην ενήλικη ζωή: δημιουργία νοικοκυριού, οικογένειας ή επαγγελματικής ταυτότητας. Πρόκειται για μια γενιά που εργάζεται χωρίς να μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην απασχόληση και στην προσπάθεια αυτονόμησης.
Ασυνέχεια εκπαίδευσης και απασχόλησης
Το 38% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η εργασία τους δεν σχετίζεται με τις σπουδές ή την κατάρτισή τους.
Το 49% δηλώνουν ότι η εκπαίδευσή τους δεν τους προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας.
Το 86% δηλώνει ισχυρή διάθεση για συνεχιζόμενη μάθηση.
Το 65% δηλώνει ότι αισθάνεται μεγάλη επάρκεια σε ό,τι αφορά τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες για την εργασία του.
Το χάσμα ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας αποτυπώνει όχι μόνο μια θεσμική ασυνέχεια, αλλά και την ανωριμότητα του παραγωγικού συστήματος και των επιχειρήσεων να απορροφήσουν το ανθρώπινο δυναμικό της νέας γενιάς. Η ελληνική αγορά εργασίας παραμένει χαμηλής οργανωσιακής και τεχνολογικής πυκνότητας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιοποιήσει τις γνώσεις, τις ψηφιακές δεξιότητες και τη δημιουργικότητα των νέων αποφοίτων. Η αποσύνδεση της απασχόλησης από τη γνώση οδηγεί στη διπλή παγίδα της υποαπασχόλησης και της απογοήτευσης: η Generation Z είναι η πιο μορφωμένη αλλά και η λιγότερο ενταγμένη γενιά στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Εργασιακή καθημερινότητα: πίεση και άγχος
