Σε αστυνομική επιχείρηση που έγινε την Πέμπτη (13/11), σε περιοχές της Αττικής και Κορινθίας, με τη συμμετοχή τουλάχιστον 400 αστυνομικών, συνελήφθησαν συνολικά 45 άτομα, από τα οποία τα 44, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά μέλη, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται άλλα 96 άτομα.
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ, από την έρευνα προέκυψε ότι τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2023, οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, δομημένη ιεραρχία και διακριτούς ρόλους, δραστηριοποιούμενοι στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε όλη την επικράτεια, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος και την επιδίωξη οικονομικού οφέλους μέσω της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα και παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής.
Προηγήθηκε προανακριτική έρευνα, μέσα από τη συνδυαστική αξιοποίηση και ομαδοποίηση πληροφοριακών στοιχείων και δεδομένων που αφορούσε τους κατηγορουμένους, απ’ όπου προέκυψε η αδιαμφισβήτητη συσχέτιση, άμεση ή και έμμεση, μεταξύ των κατηγορουμένων.
Πώς δρούσαν
Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο, στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλή (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι), προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «Αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο».
Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (για τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.
Οι ρόλοι
Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:
