Οι τρεις αστυνομικοί που συνελήφθησαν την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου από αστυνομικούς της υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας Βορείου Ελλάδος, κατηγορούνται ότι ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης λάμβαναν αθέμιτα ωφελήματα σχετικά με ψευδείς βεβαιώσεις και μη βεβαίωση τροχονομικών παραβάσεων.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας για την υπόθεση, στη δικογραφία που σχηματίστηκε για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, παράβαση καθήκοντος, δωροληψία, δωροδοκία, ψευδής βεβαίωση, κατάχρηση εξουσίας, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, περιλαμβάνονται ακόμη 26 αστυνομικοί και 54 ιδιώτες.
Προηγήθηκε καταγγελία, σύμφωνα με την οποία μέλος της οργάνωσης φέρεται να απαίτησε ωφέλημα προκειμένου να μη βεβαιώσει τροχονομική παράβαση, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας.
Ακολούθησε πολύμηνη προανακριτική έρευνα, κατά την οποία εφαρμόσθηκαν ειδικές ανακριτικές πράξεις, καθώς και οικονομική έρευνα, ενώ από την αξιολόγηση και ανάλυση των στοιχείων που προέκυψαν, καταδείχθηκε η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2025, προέβαιναν σε τέλεση εγκλημάτων σχετικά με την Υπηρεσία.
Πώς δρούσε η εγκληματική ομάδα
Όπως προέκυψε, τα μέλη της εγκληματικής ομάδας, ανέπτυσσαν τη δράση τους σε τρία πεδία μέσω επιλεκτικών τροχονομικών ελέγχων, στοχεύοντας οδηγούς επαγγελματικών και λοιπών οχημάτων που, λόγω της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, είχαν τη δυνατότητα παροχής αθέμιτων ωφελημάτων.
Ειδικότερα, φέρεται να προχωρούσαν σε ελέγχους φορτηγών επιχειρήσεων, με τους ιδιοκτήτες των οποίων είχαν αθέμιτη συναλλακτική σχέση, σε οδηγούς οχημάτων που σχετίζονταν με καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και σε φορτηγά και επαγγελματίες που δραστηριοποιούνταν στον κατασκευαστικό τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό, προέβαιναν σε μη βεβαίωση ή σε ψευδή βεβαίωση τροχονομικών παραβάσεων, είτε άμεσα είτε μέσω ηθικής αυτουργίας αστυνομικών έτερων Υπηρεσιών, επιβάλλοντας σημαντικά ηπιότερες διοικητικές κυρώσεις από τις προβλεπόμενες, ενώ παράλληλα φέρεται να γνωστοποιούσαν σημεία διενέργειας τροχονομικών ελέγχων, ακυρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματικότητά τους.
Παράλληλα, από την έρευνα προέκυψε ότι, ως αντάλλαγμα για τις επίμεμπτες και αντίθετες προς τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ενέργειες, τα μέλη της εγκληματικής ομάδας είχαν εδραιώσει σύστημα λήψης αθέμιτων ωφελημάτων από πρόσωπα που απολάμβαναν της προστασίας τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με σκοπό την αποκόμιση προσωπικού οφέλους.
Τα ωφελήματα αυτά αφορούσαν χρηματικά ποσά, τα οποία καταβάλλονταν με διάφορους τρόπους, ώστε να προσδίδεται επίφαση νομιμότητας, καθώς και την παροχή αγαθών, υλικών και υπηρεσιών σημαντικής αξίας, συμπεριλαμβανομένων παροχών σε επιχειρήσεις, επαγγελματικών υπηρεσιών και λοιπών διευκολύνσεων, οι οποίες κάλυπταν προσωπικές ανάγκες των εμπλεκομένων, στο πλαίσιο αθέμιτων συναλλακτικών σχέσεων.
Περαιτέρω, κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι ο Διοικητής του Τμήματος Τροχαίας, χωρίς να είναι ενταγμένος στην εγκληματική ομάδα, είτε κατόπιν προτροπής των μελών της είτε για να εξυπηρετήσει δικές τους αθέμιτες σχέσεις, προχώρησε σε 15 περιπτώσεις στην επιστροφή στοιχείων κυκλοφορίας σε παραβάτες οδηγούς πριν τη λήξη της ποινής, ενώ σε 6 περιπτώσεις παρενέβη κατά τη διάρκεια τροχονομικών ελέγχων προκειμένου αυτοί να παραλειφθούν και σε 22 περιπτώσεις ώστε να βεβαιωθούν ηπιότερες παραβάσεις.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, βεβαιώνονταν ψευδώς, σε παραβάτες οδηγούς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, παραβάσεις για μη χρήση κράνους οδηγού που χρησιμοποιεί ηλεκτρικό πατίνι, αντί των πραγματικών επικίνδυνων παραβάσεων που διαπίστωναν.
