1. Αντιμετωπίζεται ένα πραγματικό πρόβλημα
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο χορηγήθηκαν κυρίως την περίοδο 2005–2009, σε ένα εντελώς διαφορετικό διεθνές περιβάλλον.
Την εποχή εκείνη:
• δεν υπήρχε καμία διεθνής πρόβλεψη για έντονη ανατίμηση του ελβετικού φράγκου,
• το επιτόκιο του ελβετικού ήταν σταθερά χαμηλότερο από εκείνο του ευρώ, κατά μέσο όρο πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα από το 2008 έως σήμερα.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέτρεψε πλήρως αυτά τα δεδομένα, καθώς επήλθε σημαντική ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, σε σημείο ώστε η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα να επιβάλλει ανώτατο όριο στην ισοτιμία (1:1,20), το οποίο διατήρησε επί μακρόν. Όταν το όριο αυτό ήρθη αιφνιδιαστικά, η ισοτιμία επιδεινώθηκε και έκτοτε παραμένει δυσμενής (σήμερα περίπου 0,94).
Ως αποτέλεσμα , χιλιάδες δανειολήπτες, παρότι κατέβαλαν δόσεις επί σειρά ετών, βρέθηκαν να οφείλουν περισσότερα σε ευρώ από όσα αρχικά δανείστηκαν, λόγω ενός συναλλαγματικού κινδύνου που δεν μπορούσαν να προβλέψουν.
2. Η κυβέρνηση δεν επιβάλλει λύση. Προσφέρει επιλογές
Η ρύθμιση σέβεται απολύτως την ελευθερία των οφειλετών. Κανείς δεν υποχρεώνεται να αλλάξει το δάνειό του. Όποιος θεωρεί ότι στο μέλλον η ισοτιμία ευρώ–ελβετικού θα κινηθεί ευνοϊκά, μπορεί να διατηρήσει το δάνειο στο ελβετικό φράγκο και να επωφεληθεί από τα πολύ χαμηλά επιτόκια του νομίσματος αυτού, αναλαμβάνοντας όμως και τον συναλλαγματικό κίνδυνο.
Για όλους τους υπόλοιπους, ο νόμος διασφαλίζει δύο πραγματικές και δεσμευτικές επιλογές, τις οποίες οι τράπεζες υποχρεούνται να αποδεχθούν:
Πρώτη επιλογή: Εξωδικαστικός μηχανισμός
• Αφορά μη ενήμερους οφειλέτες.
• Η λύση που παράγεται από τον αλγόριθμο του μηχανισμού δεσμεύει υποχρεωτικά τους πιστωτές.
• Πρόκειται για ειδική και ευνοϊκή πρόβλεψη για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καθώς στα αντίστοιχα δάνεια σε ευρώ οι πιστωτές διατηρούν κατ’ αρχήν δικαίωμα απόρριψης.
Δεύτερη επιλογή: Άμεση και καθαρή λύση μετατροπής
