Η υπόθεση οδήγησε τρεις άνδρες ενώπιον της Δικαιοσύνης με κατηγορίες για κλοπή και αποδοχή κλεμμένων αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σύμφωνα με τη Le Figaro, η έρευνα ξεκίνησε έπειτα από εσωτερική αναφορά, όταν διαπιστώθηκαν επαναλαμβανόμενες ελλείψεις αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν σε επίσημα δείπνα ή εκτίθεντο στο προεδρικό μέγαρο. Η ζημιά υπολογίζεται μεταξύ 15.000 και 40.000 ευρώ. Το εργοστάσιο πορσελάνης Sèvres, ιστορικός προμηθευτής του παλατιού, εντόπισε ύποπτα αντικείμενα προς πώληση σε εξειδικευμένους ιστότοπους, γεγονός που οδήγησε τις Αρχές σε υπάλληλο της προεδρίας.
Βασικός κατηγορούμενος είναι ο Τομά Μ., επικεφαλής της προεδρικής τραπεζαρίας και υπεύθυνος ασημικών. Σύμφωνα με τη δικογραφία, συνεργαζόταν με τον Νταμιέν Ζ., διαχειριστή εταιρείας διαδικτυακών πωλήσεων ειδών τραπεζιού. Σε λογαριασμό πώλησης αντικειμένων στο διαδίκτυο που του αποδίδεται, εντοπίστηκαν αντικείμενα με επίσημες σφραγίδες, καταγεγραμμένα και αριθμημένα, γεγονός που επέτρεψε την ταυτοποίησή τους.
Οι δύο άνδρες συνελήφθησαν στις 16 Δεκεμβρίου από τις Αρχές του Παρισιού: Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, κατά τις έρευνες βρέθηκαν περίπου 100 αντικείμενα σε προσωπικούς χώρους, οχήματα και κατοικίες. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται παλαιά σκεύη, ποτήρια Baccarat, αντικείμενα του Ρενέ Λαλίκ και πορσελάνη της Sèvres από ιστορικά σερβίτσια.
Στην υπόθεση εμπλέκεται και τρίτος κατηγορούμενος, ο Γκισλέν Μ., υπάλληλος του Μουσείο του Λούβρου, ο οποίος φέρεται να αγόρασε μέρος των αντικειμένων.
Η γαλλική προεδρία έχει ανακτήσει σχεδόν το σύνολο των κλεμμένων αντικειμένων. Οι τρεις κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη στις 18 Δεκεμβρίου. Αντιμετωπίζουν ποινές έως 10 έτη κάθειρξης και χρηματικά πρόστιμα έως 150.000 ευρώ. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 26 Φεβρουαρίου 2026, ενώ μέχρι τότε έχουν τεθεί υπό δικαστικό έλεγχο με περιοριστικούς όρους.
