Η κυρία αυτή δεν ήταν άλλη από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας Ελισάβετ, ένα ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα που ασφυκτιούσε μέσα στις συμβάσεις της αυλής και της εποχής της.
Είχε πάθος με τους Έλληνες, τους αρχαίους και τους νέους. Ήθελε να μάθει τη γλώσσα τους. Ήταν λίγο πριν χτίσει στην Κέρκυρα την έπαυλή της, το Αχίλλειον.
Όπως και τον τελευταίο, τον καλλίφωνο Frederik Barker, γιο ενός Βρετανού και μιας Σμυρνιάς, που γνώρισε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και μεταξύ άλλων της τραγουδούσε ελληνικούς σκοπούς.
Αρχαία και νέα ελληνικά
Δεν τους ήθελε αυστηρά ως καθηγητές. Τους ήθελε ως αναγνώστες με την παλιά έννοια, ήθελε να της μιλούν και να της απαγγέλλουν ελληνικά όταν οι κυρίες επί των τιμών βοστρύχιζαν την κόμη της, όταν έκανε τη γυμναστική της, όταν βρισκόταν στους περιπάτους της.
Και έμαθε καλά ελληνικά, αρχαία και νέα, στο τέλος μετέφραζε μάλιστα και ξένα λογοτεχνικά έργα στα ελληνικά.
Τον τρίτο στη σειρά, τον Ρούσο Ρουσόπουλο, δεν τον ανακάλυψε μόνη της, ήταν σύσταση της βαρωνίδος von Perfall, μιας λησμονημένης διαδρομίστριας εκείνης της περιόδου που στήριζε αξιόλογους Έλληνες.
Δεν ήταν άλλη από την Αμαλία Κλάους, κόρη του γνωστού σταφιδέμπορου Γουσταύου Κλάους και της Θωμαΐδος Καρπούνη και είχε σαγηνεύσει Γερμανό βαρώνο.
Πάντως, η διαρκής παρουσία εναλλασσόμενων νεαρών διδασκάλων της αυτοκράτειρας προκαλούσε μεγάλο πονοκέφαλο στην αυλή, επειδή συνιστούσαν ανεξέλεγκτο παράγοντα. Αν μη τι άλλο θα ήταν κατάσκοποι.
