Πέραν όλων των άλλων, ο Μίτσελ, που κατά σύμπτωση το δεύτερο όνομά του ήταν Φειδίας, ίδρυσε στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 την κοινότητα Γούντλαντς, που συνδυάζει μια νέα μορφή οικισμού που σέβεται τη φύση. Έχοντας συνεργαστεί με προνοητικούς πολεοδόμους της εποχής, ο Μίτσελ δεν ήθελε απλώς άλλο ένα προάστιο, αλλά και ένα μέρος που θα μπορούσε να προσελκύσει επιχειρήσεις και να αποτελεί βάση εργασίας, ώστε οι κάτοικοι να έχουν πρόσβαση στη δουλειά με τα πόδια ή το αυτοκίνητο.
Με τη σύζυγό του δημιούργησαν το Ίδρυμα «Cynthia and George Mitchell Foundation». Το ίδρυμα χρηματοδοτεί έργα που προάγουν το περιβάλλον, την κοινωνική ισότητα και την οικονομία, στον τομέα της καθαρής ενέργειας, της βιωσιμότητα του φυσικού αερίου, την βιωσιμότητα και το νερό.
Το «βιώσιμο» όνειρο ενός μεγιστάνα
Στον Τζορτζ Μίτσελ και στο όραμά του για μια κοινωνική βιώσιμη πόλη αναφέρεται και η γερμανική FAZ.
«Ο Μίτσελ ίδρυσε την κοινότητα Γούντλαντς, βόρεια του Χιούστον, μέσα της δεκαετίας ‘70 σε 117 τετραγωνικά χιλιόμετρα δασικής έκτασης τα οποία αγόρασε. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει εκεί μια μορφή οικισμού, που να βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση».
«Στις ΗΠΑ η καταγωγή διαδραματίζει μικρότερο ρόλο στην πορεία που θα πάρει κανείς στη ζωή του σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ο πατέρας του Μίτσελ μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όντας ένας φτωχός, αναλφάβητος βοσκός στην Ελλάδα. Η οικογένειά του, η οποία είχε εγκατασταθεί στο Γκάλβεστον, νότια του Χιούστον, βρισκόταν διαρκώς αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα. (…) Ο Τζορτζ Μίτσελ εξελίχθηκε σε μεγιστάνα της ενέργειας, δισεκατομμυριούχο και έναν από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους της Αμερικής. Και ελάχιστα μαρτυρούσαν τότε ότι θα εξελισσόταν και σε πρωτοπόρο σε θέματα βιωσιμότητας», γράφει η εφημερίδα.