Η διαδρομή από το κέντρο της Αθήνας για την κορυφή της Πάρνηθας απέχει περίπου μία ώρα και εκεί, στα 1055 μέτρα υψόμετρο, δεσπόζει το Regency Casino Mont Parnes με τη μοναδική θέα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και φυσικά την πολύχρονη, λαμπερή και συναρπαστική ιστορία. Το κτίριο μοιάζει με παλλόμενο οργανισμό που δεν σταματά να κινείται κάθε στιγμή της ημέρας. Η υπόστασή του είναι πολυεπίπεδη και δεν περιορίζεται μόνο στα τυχερά παιχνίδια, καθώς διαθέτει ένα εστιατόριο ανώτερης γαστρονομίας και μια μεγάλη συλλογή έργων τέχνης η οποία εκτίθεται σε διάφορα σημεία του καζίνο. Γιατί, άλλωστε, αυτό ήταν πάντοτε το νόημα της καλής ζωής, μέσα στο οποίο η διασκεδαστική εμπειρία του να κυνηγάς την Τύχη είχε περίοπτη θέση. Ετσι, εκτός από ρουλέτες, slot machines, τραπέζια του μπλακ τζακ και του πόκερ, μπορεί κάποιος να βρει το περίφημο έργο του Γιάννη Μόραλη «Σύνθεση» του 1961 που κοσμεί την υποδοχή του καζίνο, 34 πίνακες του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου που στολίζουν τους διαδρόμους και τους κεντρικούς χώρους, 5 πίνακες του Γιάννη Χαΐνη και 4 του Νίκου Νικολάου στους τοίχους του εστιατορίου «1055». Στην κεντρική είσοδο και τους διαδρόμους εκτίθενται 5 κολάζ του ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση και 2 πετρογραφίες της Βάσως Κατράκη.
Αλλος τρόπος για να φτάσει κάποιος στο Mont Parnes είναι το νέο, υπερσύγχρονο τελεφερίκ που οδηγεί τόσο στο καζίνο όσο και σε σημεία του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας. Η διαδρομή διαρκεί μόνο 7 λεπτά και έχει την δυνατότητα να μεταφέρει περισσότερα από 2.000 άτομα την ώρα! Όμως, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του κτηρίου, είναι μάλλον ο υπερμεγέθης πολυέλαιος που βρίσκεται στον κυρίως χώρο του κάτω σταθμού, στην είσοδο, και έχει ύψος 11 μέτρα και βάρος 6 τόνους. Τα 8.000 χειροποίητα κομμάτια φυσητού γυαλιού μοιάζουν να αιωρούνται και το παιχνίδισμα με το φως μεταβάλλει συνεχώς τους χρωματισμούς τους, μαγνητίζοντας το βλέμμα.
Καθώς πλησιάζει η στιγμή που θα περάσει ο επισκέπτης τις πόρτες του καζίνο η αδρεναλίνη ανεβαίνει, και σταδιακά οι ήχοι από τα slots machines, και από τις μπίλιες στις ρουλέτες που στριφογυρίζουν αδιάκοπα κορυφώνονται και ανεβάζουν την ένταση. Η προσμονή του κέρδους διαχέεται παντού και τα χαμογελαστά πρόσωπα των παικτών που κατακλύζουν τους χώρους είναι καλός οιωνός για όσους ποντάρουν στην εύνοια της τύχης.
Ηταν το 1958 όταν αποφασίστηκε η κατασκευή ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στη θέση Μαυροβούνι της Πάρνηθας και σε έκταση 800 στρεμμάτων. To φιλόδοξο πρότζεκτ με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Παύλου Μυλωνά ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1961 υπερβαίνοντας κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό και φτάνοντας στο αστρονομικό για την εποχή ποσό των 150.000.000 δραχμών. Εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος υπήρξε ο εμπνευστής της δημιουργίας του, αλλά και της ονομασίας του σε Mont Parnes.
Η αρχιτεκτονική του ευρηματικότητα, τα πολυτελή σαλόνια, οι αίθουσες υποδοχής, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, αν και έγιναν τα χαρακτηριστικά σκηνικά των ταινιών της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, δεν κατάφεραν να κερδίσουν αμέσως την προτίμηση της αθηναϊκής ελίτ. Πέρασαν κάποια δύσκολα χρόνια μέχρι το 1969 που το ξενοδοχείο περνάει στα χέρια του Κύπριου επιχειρηματία Φρίξου Δημητρίου και ιδιοκτήτη του Οlympic Casino του Λονδίνου, ο οποίος και το μετατρέπει σε καζίνο. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 5 Φεβρουαρίου του 1971 με 500 αυτοκίνητα να ανηφορίζουν τον δρόμο της Πάρνηθας και 2000 επισκέπτες να κατακλύζουν τα τραπέζια του. Εκείνη την εποχή για την είσοδο στο καζίνο απαραίτητη ήταν η επίδειξη της φορολογικής δήλωσης εισοδήματος, η οποία έπρεπε να υπερβαίνει τις 150.000 δραχμές, ενώ σε δημοσίους υπαλλήλους η είσοδος ήταν απαγορευμένη. Το dress code επέβαλε κοστούμι και γραβάτα για τους κυρίους και «βραδινά φορέματα» για τις κυρίες. Οι Αθηναίοι μυήθηκαν σε μια νέα μορφή διασκέδασης και στη γλώσσα των τζογαδόρων της εποχής το «πάμε βουνό» σήμαινε αυτόματα «πάμε καζίνο».
Η δεκαετία του ‘70 ήταν η χρυσή εποχή του Mont Parnes με την καλή κοινωνία να απολαμβάνει τη χλιδή και την πολυτελή ατμόσφαιρα. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν συνέβησαν πολλά, η αίγλη του καζίνο ξεθώριασε, το ιδιοκτησιακό καθεστώς άλλαξε αρκετές φορές μάνατζμεντ, μέχρι το 2003 που το 49% περιήλθε στην Hyatt Regency για να ζήσει νέες εποχές δόξας. Σήμερα, το Mont Parnes πρωταγωνιστεί πάλι στις επιλογές των Αθηναίων και όχι μόνο, όχι μόνο για δεκάδες τραπέζια του black jack και του πόκερ και τα 700 φασαριόζικα φρουτάκια, αλλά για τη συνολική εμπειρία ενός πολύ ξεχωριστού προοτισμού.
Στις πολύβουες σάλες συναντάς τους πάντες. Νέες παρέες που έρχονται για πρώτη φορά να πιούν το ποτό τους και να χαζέψουν και «να ρίξουμε και καμιά μπίλια για το καλό του χρόνου γιατί …μπορεί και να κάτσει!». Στους χώρους του καζίνο πραγματοποιούνται κληρώσεις μετρητών, αυτοκινήτων, live shows, διαγωνισμοί με ταξίδια και χρηματικά έπαθλα και άλλα πολλά που ιντριγκάρουν και προκαλούν για μια επίσκεψη.
Και αν πάλι δεν θέλει κάποιος να δοκιμάσει την τύχη του στην πράσινη τσόχα, αξίζει να επισκεφτεί τα τρία μπαρ ή το ατμοσφαιρικό 1055, το εστιατόριο που βρίσκεται «εντός – εκτός» του καζίνο με τη μοναδική θέα στην φωτισμένη νυχτερινή Αθήνα. Μια γαστρονομική εμπειρία με ελληνική και ευρωπαϊκή κουζίνα, signature cocktails και εκτενή κάβα ελληνικών και ξένων κρασιών. Και αν είναι πραγματικά τυχερός μπορεί και να δει και τα πανέμορφα και εξοικειωμένα με τους ανθρώπους ελάφια του Εθνικού Δρυμού που πλησιάζουν τη βεράντα του εστιατορίου κοιτάζοντας με περιέργεια τι συμβαίνει μέσα από την τζαμαρία.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλους έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους όπως και η μεταφορά με το τελεφερίκ.
Πηγή: newmoney.gr