Την αποκάλυψη αυτή έκανε η ίδια η κόρη του θύματος καταθέτοντας προανακριτικά στις 12 Ιανουαρίου, όταν πια είχαν ενημερωθεί ότι είχαν πέσει θύματα απάτης και πως η εταιρεία που δήθεν θα εκταμίευε το δάνειο, με έδρα το Αμπου Ντάμπι, ήταν ανύπαρκτη.
Από την πλευρά του ο Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης αρνείται τις κατηγορίες και, βγάζοντας την «κουκούλα» του προστατευόμενου μάρτυρα, έχει αποδώσει την εμπλοκή του στην υπόθεση «σε άθλια και ρεβανσιστική» στοχοποίησή του, από το 2018, «από συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα εξουσίας, που αποκαλύφθηκε το πολιτικό και προσωπικό τους ήθος κατά τη διερεύνηση του σκανδάλου Novartis στην Ελλάδα».
Το περασμένο Σάββατο, οπότε και κλήθηκε σε απολογία, παρέμεινε στο ανακριτικό γραφείο ελάχιστα λεπτά και αμέσως μετά του ανακοινώθηκε η απόφαση για την προφυλάκισή του. Πλέον αναμένεται να μεταχθεί, το επόμενο διάστημα, εκ νέου στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων για συμπληρωματική απολογία. Αντίθετα, οι δύο εκ των συγκατηγορουμένων του αφέθηκαν ελεύθεροι με τον περιοριστικό όρο της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους.
«Το κατάλληλο άτομο»
Ωστόσο, τα στοιχεία της δικογραφίας είναι αποκαλυπτικά για τη δράση του «Μάξιμου Σαράφη», την οποία αποτυπώνει με λεπτομέρειες η κόρη του εκλιπόντος επιχειρηματία καταθέτοντας στην προανάκριση. Η γυναίκα περιέγραψε έναν κλοιό απάτης που είχε στήσει ο κατηγορούμενος στον πατέρα της, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 14 Νοεμβρίου. Οπως κατέθεσε, ο πατέρας της αναζητούσε χρηματοδότηση για την επιχείρησή τους και ένας γνωστός του τού πρότεινε τον Δεστεμπασίδη «ως το κατάλληλο άτομο που διεκπεραιώνει τέτοιου είδους υποθέσεις».
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ακολούθησε συνάντηση κατά την οποία ο κατηγορούμενος πρότεινε στον πατέρα της δύο εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις: τα χρήματα να δοθούν από τραπεζικό ίδρυμα ή μέσω fund. «H διαφορά των δύο εναλλακτικών έγκειτο στο ότι η δανειοδότηση από τραπεζικό ίδρυμα θα ήθελε περίπου τέσσερις μήνες συνολικά έως την εκταμίευση του συμφωνηθέντος ποσού, ενώ από το fund η διαδικασία θα απαιτούσε 30-40 ημέρες, ενώ θα γλιτώναμε και τη γραφειοκρατική διαδικασία και τον έλεγχο που θα απαιτούνταν από τα τραπεζικά ιδρύματα.