Οι χώρες της Ομάδας των 7 (G7) αναμένονται να ανακοινώσουν απαγόρευση για τις εισαγωγές ρωσικών διαμαντιών τις επόμενες 2-3 εβδομάδες, δήλωσαν σήμερα σε δημοσιογράφους Βέλγοι αξιωματούχοι, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν περαιτέρω τα έσοδα που μπορεί να βοηθήσουν να χρηματοδοτηθεί ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το εμπάργκο, που προτάθηκε από το Βέλγιο, του οποίου η πόλη Αμβέρσα είναι ο μεγαλύτερος παγκοσμίως κόμβος για το εμπόριο διαμαντιών, θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο, όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες ένας από τους κυβερνητικούς αξιωματούχος, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Αναμένεται αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς διαμαντιών
Εάν ανακοινωθεί, όπως αναμένεται, η απαγόρευση για το εμπόριο αυτό που ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια δολάρια, η κίνηση αυτή θα οδηγήσει σε διάσπαση της παγκόσμιας αγοράς διαμαντιών καθώς η G7 αντιστοιχεί σχεδόν στο 40% της αγοράς αυτής.
«Μιλάμε για αναδιάρθρωση μιας παγκόσμιας αγοράς», δήλωσε ο αξιωματούχος, αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα δεν θα λειτουργήσει τέλεια αμέσως και ότι η G7 ακόμα αξιολογεί το προτεινόμενο σχέδιο του Βελγίου.
«Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής παγκοσμίως. Με αυτό το σύστημα, τους αποκόπτουμε, τους αφήνουμε σε μια υποδεέστερη αγορά με χαμηλότερες τιμές. Κόβουμε τις χρηματοοικονομικές ροές από αυτό τον κλάδο».
Η ΕΕ αγόρασε πέρυσι ρωσικά διαμάντια 1,4 δισ. ευρώ
Οι προσπάθειες να μειωθούν τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές διαμαντιών και να ενισχυθούν οι υφιστάμενες κυρώσεις της Ουάσινγκτον σε βάρος της ρωσικής Alrosa, του μεγαλύτερου στον κόσμο παραγωγού, αποτελούν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ηγετών της G7 από πέρυσι.
Η ΕΕ αγόρασε πέρυσι ρωσικά διαμάντια αξίας 1,4 δισεκ. ευρώ, σύμφωνα με τη Eurostat, καθώς δεν είχε απαγορεύσει τις εισαγωγές πολύτιμων λίθων ούτε είχε θέσει την Alrosa στη «μαύρη λίστα». Η ΕΕ είχε στο παρελθόν διατυπώσει την ιδέα να προχωρήσει από μόνη της σε απαγόρευση αλλά το Βέλγιο ανησυχούσε ότι αυτό θα εξέτρεπε το εμπόριο σε άλλα κέντρα και μακριά από την Αμβέρσα. Επιπλέον, η ΕΕ της αντιστοιχεί μόνο στο 15% περίπου της παγκόσμιας αγοράς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ